(Το παρόν το αφιερώνω σε όσους θρηνούν τους νεκρούς τους και ανάβω κεράκι για την ψυχούλα τους και ιδιαιτέρως όσων δεν είχαν κανένα … Έχω θρηνήσει πολλούς νεκρούς στη ζωή μου… Μα αυτό, το να πεθαίνουν οι άνθρωποι στα χαμένα… είναι κρίμα!…)
Άδειοι δρόμοι απέραντοι, ραγισμένα τα σπίτια,
οι καρδιές αδειανές.
Πού είναι οι Άνθρωποι; Λείπουν;
Προχωράει ακόμα…
με τα πόδια γυμνά και κουρέλια στο σώμα,
δεν τα νιώθει καθόλου μέσα στα απόνερα…
Τα παπούτσια τα άφησε πίσω…
Το παλτό και το φόρεμα τα έδωσε πριν,
κάπου, κάποιος τουρτούριζε στο παγκάκι του πάρκου
βρεγμένος…
Προχωράει ακόμα…
Μες στα χέρια της ψίχουλα…
Τα κοιτάζει με δέος, τάχα φτάνουν κι αυτά για κανέναν;
Προχωρά με κεφάλι σκυμμένο…
Η ειρωνεία την τσάκισε, για την τόση ανέχεια…
Ξέρει, τα έδωσε όλα,
τα παλτά και τις μπότες και το λίγο ψωμί
και αυτή τη ζωή της την ίδια!…
Ήταν τόσο «λιγάκι» στις ανάγκες της γης…
Προχωράει ασταμάτητα, μα δεν έχει να δώσει πια τίποτα!
Της τα πήρανε όλα, και το λίγο χαμόγελο και τη λίγη χαρά,
αυτοί που τα είχανε όλα, οι «σπουδαίοι» αχόρταγοι…
Προχωράει και σκέφτεται, είναι όλο πληγές η καρδιά της…
Την ψυχή της θα κόψει κομμάτια, θα τα κάνει ένα πάπλωμα
της στοργής, της αγάπης, καυτό!
Θα το απλώσει επάνω στον κάθε αδερφό,
να ζεστάνει ψυχές παγωμένες στο χάος, να τυλίξει και σάρκες…
Κι αν δε φτάνει το πάπλωμα και είναι ήδη… νεκρός,
θα ξαπλώσει σιμά του να ζεστάνει το σώμα της τα άψυχα μέλη…
Και για όσους δεν έχουν κανένα,
θα τους δώσει πολύτιμο όνομα, για να μείνουν επώνυμοι.
Θα φωνάξει ο λυγμός της: «Αδερφοί μου, Αγάπες μου»!
Θα λυγίσει τα γόνατα…
και θα μείνει στις λάσπες… να κλάψει!
Π. Μίλτου