Αν ήμουν ο γίγαντας από τα παραμύθια, σκέφτηκα, ή ο Τζακ που ανέβαινε στη φασολιά πάνω από τα σύννεφα, έτσι και τα κουνούσα λίγο... Κι έπειτα,... μου ήρθαν στο νου νοσταλγικές εικόνες από τότε που ήμουν παιδί.
Α, ναι, δεν πέρασα καλά τότε, μα είχα και μέρες που κάτι γινόταν και η νεράιδα της καλοσύνης έκανε τα μαγικά της κόλπα και υπήρχαν στιγμές, ακόμα και κάποιες μέρες γαλήνης, σιωπής και ηρεμίας. Κάτι από εκείνες τις σπάνιες φορές μού ήρθε στο νου σήμερα.
Σκεφτείτε, άλλα παιδιά θυμούνται τα χάδια, τα φιλιά, τη στοργή,... εγώ θυμάμαι σαν χάδια, φιλιά, στοργή... τα πρωτοβρόχια. Κάθε χρόνο τα περιμένω με νοσταλγία, αμέσως με το που αλλάζει ο καιρός...
Τη βροχή τη σιχαίνομαι, τα βρωμόνερα και οι λάσπες δεν είναι του γούστου μου, είναι φοβερό να περπατάς και να μην ξέρεις πού να πατήσεις. Οι μπόρες με τρελαίνουν, τα μπουμπουνητά και οι κεραυνοί με τρομάζουν. Και ούτε άνθρωπος του φθινοπώρου είμαι. Εμένα μου αρέσει ο ήλιος, ο γελαστός ουρανός, τα βράδια τα γεμάτα αστέρια, το φεγγαρόφωτο να γεμίζει τον κόσμο ασημένιες αναλαμπές και μυστηριώδεις σκιές. Όμως τα πρωτοβρόχια, είναι κάτι άλλο για μένα! Αυτή τη μουντάδα στην αρχή του φθινοπώρου που συνοδεύεται με την υγρασία, τις ομίχλες και την αραιή ψιχάλα, την έχω αγαπήσει από τότε.
Ήμουν πολύ μικρή, μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό και βρισκόμασταν στο χωριό του θείου μου, του ανύπαντρου αδερφού της μαμάς που έλειπε χρόνια στην Αμερική. Πάντα εκεί πηγαίναμε για παραθέρισμα, αφού δικό μας εξοχικό δεν είχαμε και ο θείος μάς είχε παραχωρήσει το σπίτι του για τις θερινές διακοπές.
Το χωριό ήταν ορεινό, γι' αυτό πηγαίναμε πάντα προς το τέλος του καλοκαιριού, όταν πια είχαμε χορτάσει τα μπάνια στη θάλασσα, όχι εγώ, η μαμά, και μέναμε ώσπου να αρχίσουν τα σχολεία. Εγώ θα πήγαινα στο Γυμνάσιο εκείνη τη χρονιά και τότε αργούσαν να αρχίσουν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο, έπεφτε και Σαββατοκύριακο η μέρα μετά τον Αγιασμό. Έτσι, η μαμά αποφάσισε να πάρω και μερικές μέρες άδεια και να καθίσουμε λιγάκι παραπάνω.
Δεν της άρεσε η πόλη της μαμάς, ο θόρυβος, η ανακατοσούρα και οι πολλές υποχρεώσεις σε συγγενείς και φίλους την κούραζαν. Η ησυχία και η απλότητα της ζωής στο χωριό την έκαναν πάντα άλλον άνθρωπο, ξεκουραζόταν, ηρεμούσε, γινόταν και πιο γλυκιά καμιά φορά.
Μπήκε, λοιπόν, το φθινόπωρο, πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη και... το καλοκαίρι έφυγε- πάει... Έπεσε η θερμοκρασία, αυξήθηκε η υγρασία και μετά από καμιά- δυο μπόρες, ξυπνήσαμε ένα πρωινό με ψιχάλα. Έξω σκοτεινιά παντού, ο ουρανός γκρίζος και κάπου- κάπου η ομίχλη σκέπαζε το χωριό και το εξαφάνιζε από τα μάτια μας. Κι όχι μόνο το χωριό. Τα βουνά ένα γύρω, το πυκνό δάσος της απέναντι πλαγιάς, τις ρεματιές, τον κάμπο που στρωνόταν στα πόδια του χωριού μας. Όλα- όλα τα εξαφάνιζε η ομίχλη. Και μετά, εκεί που λες ότι δεν υπήρχε πια τίποτα να δεις, κουρέλια- κουρέλια απαλά συννεφάκια ξάνοιγαν και διαλύονταν ανάμεσα στα σπίτια, στα δέντρα, στους αραιούς στύλους από το ρεύμα, το οποίο ήταν δεν ήταν κάτι μήνες που είχε εγκατασταθεί σε αυτή την ορεινή γωνιά της Ελλάδας.
Εγώ δεν είχα τι να κάνω εκείνη τη μέρα. Οι φίλες μου, κανα δυο- τρεις κοπέλες που παραθέριζαν για μερικές μέρες με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, είχαν φύγει για να ετοιμαστούν για τα σχολεία τους. Στο χωριό δεν είχαν απομείνει πολλά παιδιά τότε. Κάτι μωρά είχαν ξεμείνει και δε μου έκαναν για παρέα. Κι εξάλλου, δεν ήταν μέρα αυτή για εξερεύνηση στο δάσος ή για σκαρφάλωμα στα δέντρα, το αγαπημένο μου σπορ. Έτσι, πήρα την απόφαση να καθίσω στο πλατύσκαλο έξω από τη μεγάλη πόρτα της εισόδου και να αγναντέψω, ρεμβάζοντας.
Από τότε ήμουν ονειροπαρμένη. Μου άρεσε να κάθομαι και να σκέφτομαι ιστορίες με ήρωες φανταστικούς, με παράξενες περιπέτειες, με δράση... Κι όλη αυτή η ομίχλη και η υγρασία μου κέντρισε την προσοχή. Στην πόλη η ομίχλη ήταν ενοχλητική, χαζή θα έλεγα. Σε μπέρδευε, τα έκανε όλα άνω κάτω, δεν ήξερες πού να πας. Εδώ ήταν αλλιώς! Απαλή, αέρινη, μυστηριώδης...
Και δεν ήταν μόνο η ομίχλη! Πάνω από την πόρτα υπήρχε ένα σκέπαστρο από τσίγκο. Όταν το είχα πρωτοειδεί, δε μου άρεσε, τον είχα χαρακτηρίσει απαίσιο και κακόγουστο, τώρα όμως εκείνος ο τσίγκος είχε μεταμορφωθεί, λες, σε κάτι υπέροχο και μοναδικό, κάτι ονειρεμένο. Άκουγα να πέφτει η βροχή,άλλες φορές με δύναμη και άλλες φορές απαλή, πάνω στον τσίγκο, τις υδροροές να γουργουρίζουν ασταμάτητα, τα δέντρα να γέρνουν από το βάρος, τις φυλλωσιές να λάμπουν από χιλιάδες σταγονίτσες- μαργαριτάρια. Και στο χωριό να επικρατεί απέραντη σιωπή, όλα να ηρεμούν και όλα να χάνονται και να φανερώνονται πίσω από την καταχνιά. Έβλεπα πού και πού καμινάδες να αχνίζουν δειλά από τα πρώτα προσανάμματα και ο καπνός να σκορπίζεται ανάμεσα στις άλλες γκρίζες παραλλαγές του... Κόντεψα να γίνω ποιήτρια εκείνη τη μέρα! Καθόμουν εκεί για ώρες και δεν κουνιόμουν και σκεφτόμουν ιστορίες μαγικές και παράξενες...
Και τότε, ήρθε η μαμά. Είχα τυλιχτεί σε μια κουβέρτα για να μην κρυώνω όπως καθόμουν συνεχώς ακίνητη, αλλά όσο να 'ναι η υγρασία ήταν μπόλικη γύρω. Και η μαμά, ίσως ευτυχισμένη που δεν ήμουν στα πόδια της και δεν την ενοχλούσα όσο έκανε δουλειές, μου έφερε ένα δώρο. Μοσχομύριζε το δώρο της, αλλά το κυριότερο, ήταν ζεστό, σχεδόν καυτό. Και μόνο που άχνιζε, με έκανε να ζεσταθώ και να νιώσω καλύτερα.
Είχε φτιάξει κοκκινιστό με μοσχαρίσιο αγνό κρέας από το χωριό η μαμά και σκέφτηκε πως θα ήταν ό,τι έπρεπε, αντί για άλλο κολατσιό, να βουτήξει στη σάλτσα το ζυμωτό φρέσκο ψωμί, που πάντα έφτιαχνε η ίδια, και να μου το φέρει για να με ζεστάνει.
Η μυρωδιά από το κοκκινιστό, οι φέτες που έσταζαν την αχνιστή σάλτσα, η ικανοποίηση της μαμάς όταν είδε να τις καταβροχθίζω με λαιμαργία, η βροχή που ακουγόταν να πέφτει ρυθμικά πάνω στο κομμάτι λαμαρίνα, τακ- τακ, τάκα- τακ,... τα ξόμπλια της ομίχλης πέρα στο δάσος, η απέραντη γαλήνη γύρω μου,... τα λούκια και οι φυλλωσιές που έσταζαν,... οι πρώτες ιστορίες που είχα φτιάξει με το μυαλό μου,... όλα- όλα αυτά με έκαναν να αγαπήσω για πάντα τα Πρωτοβρόχια!
Κάτι απαλό, γλυκό, η αλλαγή της φύσης, το συμμάζεμα από το σκόρπισμα του καλοκαιριού μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού, οι στιγμές στοργής μέσα στην απλότητα, η ηρεμία κι ο προγραμματισμός για το χειμώνα που έρχεται... Αυτά! Αυτά θυμάμαι με νοσταλγία από τότε...
Και, φυσικά, η μουρμούρα της βροχής στον τσίγκο, τα φύλλα που στάζουν, η ανάσα της γης μετά από τους καύσωνες, η προσδοκία του γεωργού για μια καλή σπορά...
Και μετά ήρθε ο πατέρας και καθίσαμε να φάμε μπροστά στη γωνιά από το τζάκι, που ανάψαμε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα!...