Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΟΘΗΚΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΓΙΑ ΑΡΚΕΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ, ΩΣ ΔΩΡΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΟΥ.
ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΔΩΣΤΕ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ- ΠΡΟΛΟΓΟ…
ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ… ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΕΣ… ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΟΚΑΡΟΥΝ…
(Το παρόν είναι εμπνευσμένο από την πραγματικότητα… Γραμμένο με σκληρή γλώσσα, στο στυλ, που έχουν όλες μου οι ιστορίες που αναφέρονται σε ενήλικες. Σκοπός μου… ο προβληματισμός.
Ελπίδα μου, μήπως αρχίσουμε και σκεφτόμαστε πόση ευθύνη έχουμε όλοι μας, όσοι δηλώνουμε… «καλοί» άνθρωποι…
Δυστυχώς, γύρω μας κυκλοφορούν πολλοί με αισθήματα δολοφόνου…
Δείχνουν καλοί, ευυπόληπτοι, σοβαροί, πτυχιούχοι, εργαζόμενοι σε φορείς, όπου θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο εκείνοι που έχουν ανθρώπινα, τρυφερά αισθήματα … Αλλά… με τη θέλησή τους, είναι ένοχοι και συνένοχοι στο κακό…
Η παρούσα ιστορία τονίζει αυτήν ακριβώς την τραγική αλήθεια.
Πως… δε χρειάζεται, τελικά, κάποιος να πατήσει καμιά σκανδάλη για να δολοφονήσει έναν άνθρωπο… Αν η καρδιά του είναι πέτρα, αν ανέχεται όσα δεν πρέπει, αν σαρκάζει στην αδικία και τη χαίρεται και την επικροτεί, θεωρώντας την ένα απλό παιχνίδι εξουσίας και διασκέδασης με τον ξένο πόνο,… σίγουρα… δεν είναι άμοιρος ευθυνών… )
(Όποια ομοιότητα με πρόσωπα και ονόματα, κ.λ.π. είναι τυχαία.)
…………………………………………………………………………...
ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΡΑΧΟΥΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΕΡΑΣΙΕΣ…
Υπάρχει κάπου ένα χωριό, που η πλαγιά του βγάζει σε μια μυστική ραχούλα. Απότομη και ανώνυμη για τους χάρτες των ανθρώπων… Για να βρεθεί εκεί κάποιος ξένος, θα πρέπει να έχει ακούσει για την ύπαρξή της και να ζητήσει οδηγό. Μα δεν είναι εύκολο να ζητήσει τέτοια χάρη, επειδή κανείς δε θέλει να περνά από εκεί, χωρίς σοβαρό λόγο.
Μόνο την Άνοιξη, κάθε φορά που αρχίζει η ανθοφορία, ανηφορίζει όλο το χωριό, λες και θέλουν οι χωρικοί να γιορτάσουν κάποια τοπική, παράξενη επέτειο.
Πανόραμα οι ατέλειωτες κερασιές που ανθίζουν εκεί… μια σπάνια σύνθεση από ροζ μαζεμένη σε μια πλαγιά του πουθενά, ένας ελεύθερος οργασμός της φύσης στην πιο όμορφη εποχή του χρόνου…
Όμως, οι ντόπιοι δε δείχνουν να σκοτίζονται ιδιαίτερα για την υπερκόσμια ωραιότητα ούτε να χαίρονται για την πλούσια ανθοφορία, που αργότερα θα φέρει καρπούς νόστιμους και ζουμερούς. Αυτοί, προσπερνούν αδιάφορα τα δέντρα και συνηθίζουν να στέκονται πάντα στην άκρη του γκρεμού και να κοιτάζουν κάτω με δέος τη φουρτουνιασμένη θάλασσα…
Πρώτος, μπροστά- μπροστά,… ο παπάς… με τους επίσημους.
Όλο και κάτι ψιθυρίζουν αχνά τα χείλη του καθενός και μετά… ραίνουν την πλαγιά με πέταλα. Ύστερα, αποχωρούν με το κεφάλι κατεβασμένο και βυθισμένοι σε σκέψεις θλιβερές…
Μια ιστορία σιωπής… στοιχειώνει τις νυχτιές τα όνειρά τους και δεν τη διηγούνται με ευκολία στους ξένους…
Ξέρουν αυτοί το «γιατί»!
Μια μεγάλη ντροπή τους κρατάει δέσμιους της μαύρης τους ευθύνης.
Τα παιδιά τους μεγαλώνουν κάτω από αυτή τη σκιά…
Το στίγμα…
Και πώς να ζητήσεις συγγνώμη για κάτι που δεν αλλάζει πια;
………………………………………………………………………….
Είχε ξεμείνει από ώρα η Μαριγώ να κοιτάζει τα ξεροτόπια στο ηλιοβασίλεμα και να ονειρεύεται μια άλλη εικόνα.
Πέρσι, δεν ήταν εκεί. Κάτι χρόνια πιο πριν, είχε τυλιχτεί από τα χέρια του Τάκη, που την κρατούσε αγκαλιά μπροστά στη γαλήνια θάλασσα και μετρούσαν μαζί τα χρώματα και τις απαλές ρυτίδες πάνω στο ήσυχο νερό από τις ριπές του απαλού ανέμου…
_Αυτό το αεράκι, αυτό… Αυτό, φταίει για όλα! Ψιθύρισε με έναν λυγμό και ο νους της ξεθώριασε και… από την αγάπη και τον έρωτα προσγειώθηκε ξαφνικά στην τραγική της αλήθεια.
_ Αυτό το αεράκι της θάλασσας, το μυρωμένο με ιώδιο και ο έρωτας… σιγοψιθύρισε και η καρδιά της με πάθος και πόνο, λες και ήθελε να δυναμώσει τη σπαρακτική της διάθεση.
Αλλά, η κατάσταση είχε πια ξεφύγει, έπρεπε να καταλήξει κάπου, ήξερε, δεν υπήρχε γυρισμός… «εκεί»!
Ο Τάκης, ο άγγελός της, ο δαίμονας που την παραμύθιασε να τον ακολουθήσει με κλειστά μάτια… Ο Τάκης… την είχε προδώσει.
………………………………………………………………….
Πολλά χρόνια πριν, στην ίδια αυτή την πλαγιά, ένα κορίτσι απλό, αστόλιστο, με κοτσίδες πλεγμένες σαν τα μικρά παιδιά, χοροπηδούσε αμέριμνα και σαλαγούσε το κοπάδι.
Τρελαινόταν για τον άνεμο, τον ήλιο και τις ανθισμένες κερασιές, αλλά θα προτιμούσε να είχε φύγει από αυτό το κακορίζικο μέρος πριν χρόνια. Όσο ζούσε ο πατέρας ήσαν όλα ήρεμα στο σπίτι και στην καρδιά της. Μα ο πατέρας έφυγε και άφησε ένα ρημάδι σπίτι απλήρωτο, ένα βαλάντιο γεμάτο χρέη για τη μάνα και ένα χωράφι μισοβέζικο… που πιο πολύ ανήκε στον γείτονα, τον Αντώνη τον Ντουνιά.
Η μάνα δεν το σκέφτηκε πολύ, η πρόταση του γείτονα ήταν να μπλέξουνε τα σπίτια τους και τα χωράφια τους και ένα κοπάδι ζηλευτό, με αντάλλαγμα έναν γάμο. Όχι, ότι τον ένοιαζε ο γάμος τον Ντουνιά για να κοιμάται με τη μάνα, αλλά, βλέπεις, ήταν και η μικρή και τα στόματα θα είχαν να λένε…
Έγινε και ο γάμος! Και μετά από αυτό, όλα… πήραν το δρόμο τους.
Τώρα ο Ντουνιάς… είχε και τη μάνα και την κόρη.
Η Μαριγώ άκουσε έναν απόηχο μέσα στο στήθος της, λυγμός θα πρέπει να ήτανε, μα ποιος έδινε σημασία;...
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ... ΜΠΗΚΑΝ ΠΛΕΟΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ...
ΑΦΗΣΑ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ... ΣΑΝ ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ...
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ.
Copyright © Πόλυ Μίλτου