Αναποδογυρισμένα χαμόγελα, στραβά από δόλο.
Ξαπλώνω εκεί που μου έστρωσες. Εσύ!
Εσύ!
Ο φίλος. Που ποτέ δε με στήριξες.
Όταν σε ήθελα παρόντα, απουσίαζες ηχηρά.
Εσύ!
Ο συμπατριώτης μου. Που με ξεχνούσες.
Δεν υπήρχα στα σχέδια που έκανες για άλλους.
Εσύ!
Ο κάθε θαυμαστής στα λόγια τα τέλεια.
Μα κοίτα, σαν ήρθε η ώρα να σε αναζητήσω,
είχες τους δικούς σου γνωστούς να αναδείξεις.
Εσύ!
Ο αδερφός. Που μου γύριζες πάντα την πλάτη.
Ντρεπόσουν να σε δουν μαζί μου.
Ήταν βαρύ να παραδεχτείς πως υπάρχω.
Εγώ...
Μια ξένη στην ίδια μου την Πατρίδα.
Μια αόρατη ύπαρξη για το χώμα της γης μου.
Μια απαράδεκτη παρουσία για το αίμα μου.
Μην πεις λέξη!
Δεν έχεις δικαίωμα...
Είναι η ώρα που λέγονται αλήθειες δυνατά.
Κι εσύ είσαι γιος της αναισθησίας.
Κανείς σας.
Δεν μπορεί να χλευάσει.
Δεν μπορεί να απαιτήσει.
Για ξένους αγώνες και ιδρώτα και αίμα.
Για όσα πάλεψαν τα χέρια μου και σήκωσε το κορμί μου.
Για όσα άγρια υπέμεινε η καρδιά μου.
Για την απαξίωση.
Την περιφρόνηση.
Τις κοροϊδίες.
Τη συνεχή κακοποίηση μιας κοινωνίας των "πρέπει".
Για τα άγια λόγια των "άγριων" απανθρώπων.
Για τη θλιμμένη μου ψυχή υπάρχουν ένοχοι...
Σαν όλα αρνούνται την ύπαρξή σου,
σαν σκοτάδια τσαλαπατούν τα θέλω σου,
σαν τέρατα ύπουλα σαρώνουν την κάθε σου ανάσα.
Μια μόνο δύναμη απομένει...
Να μιλήσεις δυνατάααα.
Όποιος δε βρέθηκε ποτέ στις αφέγγαρες νύχτες μου,
δεν έχει δικαίωμα να χορέψει στους ήλιους μου.
Ξημερώνει σε λίγο.
Έξω σκοτάδια...
Οι άνθρωποι, μου έσβησαν το φως.
Copyright © Πόλυ Μίλτου