Μου είπαν,
να πάω εκκλησία αυτές τις μέρες.
Μου είπαν,
ότι αρχίζει πάλι η θλιβερή ιστορία Σου.
Τότε, που σε πρόδωσαν και σε άφησαν μόνο αυτοί που αγαπούσες.
Που σε έπιασαν αυτοί που πληρώθηκαν από τον φθόνο ανθρώπων της... "εκκλησίας".
Που σε εξευτέλισαν και σε χλεύασαν ενώ αιμορραγούσες φρικτά, οι αλλόθρησκοι, ως έσχατο επινόημα για να εξευμενίσουν τους παπάδες που φώναζαν να σε σταυρώσουν.
Να σε δω εκεί, μου είπαν, Σταυρωμένο. Με ανοιχτά χέρια και κλειστά μάτια.
Να σε δω αιμόφυρτο και Νεκρό...
Πού να έρθω και γιατί;
Μόλις πλησιάζω, βλέπω τον παπά να με λοξοκοιτάζει γιατί τρικλίζω από τη συναίσθηση. Δεν είμαι σαν τους άλλους, τους καλούς. Όχι!
Μόλις τολμήσω να μπω στην πόρτα, μου ουρλιάζει ο νεωκόρος ότι λερώνω το χαλί. Δεν είμαι από τους καθαρούς της σύναξης. Όχι!
Μόλις βρω το θάρρος να ασπαστώ την εικόνα Σου με το στεφάνι από αγκάθια, η γριά γειτόνισσα που με "ξέρει", κουνάει το κεφάλι της με νόημα. Δεν έπρεπε τα χείλη μου να αγγίζουν τα άγια. Αυτή νηστεύει αλάδωτο. Εγώ όχι!
Κάθισα για λίγο να σου πω το παράπονο της ψυχής μου. Όμως, γύρω μου σαλεύτηκε η σιωπή με ψιθυρισμούς. Ενοχλούσα! Δεν ήμουν σαν αυτούς που ολημερίς κυκλοφορούν με το όνομά Σου στο στόμα τους και μαζεύουν προσευχές και χαμόγελα ελέους.
Όχι!
Εγώ, Χριστέ μου, φεύγω έξω!
Ξέρεις, η δική μου ζωή πλαισιώνεται από λάθη και πάθη και βλακείες και θλίψη.
Πολλή θλίψη! Πολλή! Πολλή!
Φεύγω έξω!
Δε θέλω να σε δω πονεμένο, ματωμένο, γυμνό, κακοποιημένο, συκοφαντημένο, προδομένο, πληγωμένο, τιμωρημένο, θλιμμένο, νεκρό.
Δε θέλω! Γιατί η ζωή μου όλη είναι μια δική Σου Μ. Εβδομάδα.
Και, κάθε φορά που τολμώ να έρθω, γεμάτος παράπονα, να σε συναντήσω εκεί, στο δικό Σου σπίτι, όσοι καθαροί και σπουδαίοι που κοντά Σου κορδώνονται μυστικά, με πετάνε έξω. Με τον τρόπο τους. Με χαρά, που δε μόλυνα τη γη τους. Με ικανοποίηση, που μου έδωσαν ένα μάθημα μετάνοιας.
Χριστέ μου, εγώ δε θα έρθω.
Θα μείνω έξω. Εκεί που τα σκοτάδια κυκλώνουν τον αέρα μου. Εκεί που δεν καίνε λιβάνι. Εκεί που δεν ακούγεται το "ελέησον"!
Εκεί, που όμως, δεν ακούγεται ούτε το "σταυρωθήτω"!
Θα μείνω έξω. Να περιμένω να αναστηθείς!
Να περιμένω να έρθεις Εσύ να με βρεις τότε, όπως βρήκες τις Μυροφόρες, να μου φωτίσεις Εσύ το έρεβος.
Η γη... σκοτάδι, αίμα και πυρ! Ο κόσμος σκληρός και απάνθρωπος! Το πάθος το ζω κάθε μέρα.
Αναπολώ την Ανάσταση!
Copyright © Πόλυ Μίλτου
(Το παρόν είναι αφιερωμένο σε όσους γνωρίζουν από πληγές... ψυχής. Σε όσους αυτές τις μέρες θλίβονται βαθιά από πολλές αιτίες. Σε όσους... τους πετάμε έξω, εμείς οι... "καθαροί και νηστεύοντες". Σε όσους ζούνε τη φρίκη μιας διαρκούς, αληθινής λάθρα μετάνοιας ανάμεσα σε πολλούς... "εξομολογημένους αμετανόητους". Σε όσα αδέρφια της γης υποφέρουν χωρίς να ξέρουν Ποιος τους αγάπησε αληθινά. Έως θανάτου!
Εύχομαι ολόψυχα σε όλους, καλή Ανάσταση!)
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το ίντερνετ