Σε όλα τα άλλα, όμως, ήταν δουλευταρού παινεμένη. Πήγαινε και στο κατηχητικό, που γινόταν κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα στο χωριό τους… Ώσπου, ώσπου έφτασε μια χρονιά, που ο νεαρός δάσκαλος του κατηχητικού, έκανε την πρωτοτυπία. Έφερε έναν γερο- παπά εξομολόγο στα μέρη τους και συμβούλευσε τους γονείς να φέρουν και τα μεγαλούτσικα παιδιά τους «για να μαθαίνουν», είπε.
«Δε θα κάνουν τίποτα ιδιαίτερο τα μικρά. Θα πάνε να φιλήσουν το χέρι, να τα ρωτήσει ο παππούλης κανά δυο πράγματα, να τους δώσει μια εικονίτσα και να πάρουν μια σειρά.» Αυτά εξήγησε ο δάσκαλος.
Ήταν και η Δεσποινιώ με τις νεαρές κοπελούδες. Δεκαεπτά χρονών, τότε, ψηλή και λυγερή και τρελά ερωτευμένη- μυστικά πάντα- με τον όμορφο Γιωργή του διπλανού χωριού. Δεν το είχε μολογήσει σε κανέναν ότι, καθώς τον είδε μια μέρα να κατεβαίνει στην πλατεία τους καμαρωτός και λεβέντης, η καρδιά της τρελάθηκε. Από εκείνη την ώρα, ο Γιωργής ήταν το μεγάλο της όνειρο. Ήθελε να μεγαλώσει γρήγορα το χρόνο της, να πάει δεκαοχτώ και να βρει τρόπο να το μολογήσει στη μάνα.
Αλλά, ήταν και το δίλημμα. Η λέξη έρωτας ήταν απαγορευμένη για τις σεμνές, καλές κοπέλες και η Δέσποινα είχε μάθει καλά το μάθημά της από μικρή, στο αυστηρό τους σπιτικό. Μόνο οι ανήθικες κοπελούδες τραγουδούσαν τον έρωτα ελεύθερα, μόνο οι παλιογυναίκες κοιτούσαν έναν άνδρα στο πρόσωπο και τον σκέφτονταν. Τα καλά κορίτσια δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στα παλικάρια, δεν έπρεπε να σκέφτονται… αισχρά.
Η Δέσποινα δεν ένιωθε να σκέφτεται αισχρά για τον Γιωργή, αλλά πάλι δεν ήξερε κι εκείνη, τι ακριβώς είναι ο έρωτας. Έτσι, όταν πήγε στον παπά, ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα που σκέφτηκε να του μολογήσει. Μετά από ώρα,… βγήκε αγριεμένη, κατακόκκινη και αλαφιασμένη και έφυγε τρέχοντας για τα χωράφια, άργησε να γυρίσει σπίτι.
_ Να της κάνετε ευχέλαιο, είπε αυστηρά ο παπάς στην απορημένη μάνα της. Έχει πολλή κακία μέσα της.
Έτσι, πίστεψαν τον παπά. Τον είχαν για άγιο στα μέρη τους, επειδή είχε καταδεχτεί να εξομολογήσει στα χωριά τους. Έστω για μία και μόνη φορά, αλλά κανείς άλλος ως τότε δεν το είχε κάνει.
Η Δέσποινα χαρακτηρίστηκε αμέσως και αμετάκλητα για «κακίστρω» και από εκείνη τη μέρα και μετά, λες και κάτι έσπασε μέσα της. Στην εκκλησία δεν ξαναπάτησε και άρχισε να ασχημαίνει μέρα με τη μέρα, λες και το κακό που κουβάλαγε στην ψυχή της, ξεσπούσε και κατάκαιγε το σώμα της.
Και ήταν αλήθεια πως κάτι έκαιγε την κοπέλα σιγά- σιγά, αργά- αργά και, επειδή ήξερε ότι κανείς από τους θεοφοβούμενους του σπιτιού της δε θα την πίστευε, μετά και από τα λόγια του παπά, δε μίλησε σε κανέναν για χρόνια ολόκληρα…
Ούτε για τον Γιώργη μίλησε. Ποιος ο λόγος; Κάποτε, τυχαία, έτυχε να περνάει από το πίσω μέρος της πλατείας και δεν την είχαν αντιληφθεί. Τον είχε ακούσει που συζητούσε ανέμελα με τους φίλους του και ήταν εκείνη ακριβώς η συζήτηση που της έδωσε τη χαριστική βολή.
_ Τι έγινε, Γιωργή; Πήγες να της μιλήσεις; Ρωτούσε ο Λιάκος και η Δέσποινα κρυφάκουσε με καρδιοχτύπι, μη και μιλούσαν για εκείνη.
_ Όχι ακόμα, βρε Λιάκο. Περιμένω τον Μάη, τότε γίνεται δεκαοχτώ η Χρυσούλα. Και θα γίνουν όλα όπως πρέπει, δε θα την εκθέσω.
_ Είναι καλή κοπέλα, χρυσή, όνομα και πράμα. Μακάρι να σου πει το «ναι», ρε φίλε. Αλλά δεν είναι και η σειρά της, ο πατέρας της θέλει να παντρέψει την άλλη πρώτα.
_ Για τη Δέσποινα, λες; Άσε μας, ρε φίλε! Ούτε στον πιο άσχημο εφιάλτη μου δε θα την παντρευόμουν αυτήν! Να δεις αυτό το τέρας στο κρεβάτι σου τη νύχτα, να πάθεις νίλα. Μπρρρ…
Η Δέσποινα πισωπάτησε και έφυγε αθόρυβα. Δεν την ενδιέφερε πια να ακούσει τίποτα άλλο! Μέσα της, είχε ήδη πεθάνει… Και έγινε ακριβώς εκείνο το τέρας, για το οποίο την είχαν όλοι προδιαγράψει!
………………………………………………………………………..
_ Καλά, θεία, γιατί δε μίλησες ποτέ;
……………………………………………………………………
Η Δέσποινα κούνησε το κεφάλι της πικραμένη.
_ Δεν ήμουν άνθρωπος για αυτούς, καμάρι μου. Ήμουν πάντα το σκιάχτρο, η ασχημομούρα, το τέρας, η κακίστρω.
Σώπασε ξαφνικά και δεν ομολόγησε στην ανιψιά για τον έρωτά της τον κρυφό και τα λόγια του όμορφου Γιωργή που την είχαν πληγώσει πολύ περισσότερο και από τον παπά- σάτυρο. Σώπασε! Και, καθώς ο νους της ταξίδεψε στο θέμα του έρωτα, η χαιρεκακία πλημμύρισε πάλι την καρδιά της. Όχι, καλά έκανε τόσα χρόνια και δε μιλούσε. Καλά έκανε και εκδικιόταν τον κόσμο. Καλά έκανε και δεν ήθελε την ευτυχία κανενός. Πόσο χαρούμενη ήταν που η Χρυσούλα είχε ζήσει σαν σκουπίδι, παρατημένη από όλους. Έτσι της έπρεπε! Έτσι! Γιατί εξαιτίας της, κανείς δεν κατάλαβε ποτέ ότι ήταν και η Δέσποινα άνθρωπος. Και ότι πονούσε!
Και ότι πέθαινε μέρα με τη μέρα μέσα της, έναν φρικτό οδυνηρό θάνατο, ενώ ακόμα ζούσε… και ένιωθε…»
Ένα κομμάτι λιγάκι... μεγαλούτσικο από τις αληθινές ιστορίες στα "Κομμάτια ζωής", εκδόσεις Ελκυστής
Καλό διάβασμα!
https://elkistis.gr/product/kommatia-zois/