Είναι μέρα που ο κόσμος γιορτάζει. Τι; Κάτι, οτιδήποτε...
Κάθεται με τον καφέ του στο χέρι μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζει έξω τους δρόμους και θυμάται...
Κάποτε ήταν παιδί.
Παιδί με οικογένεια. Καλή οικογένεια, έλεγαν όλοι.
Σεβαστοί άνθρωποι στην τοπική κοινωνία, λεφτάδες, πιστοί, αυστηροί στα ήθη, ελεήμονες.
Έχαιραν της γενικής εκτίμησης και μόνο εγκώμια άκουγες για αυτούς.
Αυτός ήταν ένας από όσους άκουγαν τα περισσότερα εγκώμια. Αυτός. Το παιδί τους.
Μεγάλωνε "στα πούπουλα", με ακριβά ρούχα, με δημόσιες πολυτελείς και θαυμαστές εμφανίσεις στο πλευρό τους, με καθηγητές ξένων γλωσσών.
Χαμογελάει πικρά. Τα χέρια του που κρατάνε τον καφέ τρέμουν αλλά δεν είναι από συγκίνηση. Από αγανάκτηση είναι.
Ξέρει πως μόλις βγει από το σπίτι, ειδικά τέτοια μέρα που ο κόσμος ξεφαντώνει, θα γίνει αμέσως το θέμα της ημέρας.
Χρόνια ολόκληρα υπομένει την κατακραυγή.
Στην αρχή ήταν ο χαραμοφάης.
Μετά έγινε ο μεθύστακας.
Τώρα σιγοψιθυρίζουν μερικοί επιεικώς πως είναι τρελός.
Οι περισσότεροι τον βρίζουν για τεμπέλη, παλιάνθρωπο, αλήτη, παράνομο, αχάριστο και παρτάκια. Μπροστά του. Ούτε τα προσχήματα δεν κρατάνε. Ακόμα και όταν μαζί τους έχουν τα παιδιά τους, τον δείχνουν με τρόπο (τρόπος του λέγειν) και τα συμβουλεύουν για ώρα να μη γίνουν σαν αυτόν τον αλήτη.
Κάποτε ήταν παιδί, όμως, κι αυτός.
Και τότε, κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του με ενδιαφέρον πραγματικό. Απλά ήταν το παιδί... των "Τάδε", αυτών των μοναδικών και υπέρλαμπρων ευεργετών του τόπου, των ιδρυμάτων, των Ναών.
Κάποτε, κανείς δεν έδωσε σημασία που συχνά απομονωνόταν πίσω από μια παλιά τους αποθήκη, εκεί που μπορούσε να ανασάνει ελεύθερα μακριά από τις υποκρισίες. Εκεί που μπορούσε να κλάψει ελεύθερα και με πόνο. Εκεί που έλεγε στα ζωάκια τα αδέσποτα, τα μόνα που τον αγαπούσαν αληθινά, όσα δεν μπορούσε να ξεστομίσει πουθενά αλλού.
Ήταν ακόμα παιδί, όταν είδε τον πατέρα του, μαζί με τον Δήμαρχο και έναν άλλο άνδρα να πιάνουν βίαια τα ζωάκια που τον συντρόφευαν και να τα σέρνουν σε κλουβιά. Είχε αντιδράσει με κραυγές, τότε. Του είπαν με μειλίχιο ύφος πως ήταν για καλό τους, θα τα πήγαιναν κάπου να τα φροντίζουν καλύτερα. Το δέχτηκε παρόλο που δε θα είχε πια φίλους. Για το καλό τους το δέχτηκε.
Πώς έγινε και άκουσε απρόοπτα μια συζήτηση της μητέρας του με άλλες κυρίες της "καλής κοινωνίας" σε μια ώρα καφέ... Μιλούσαν για τα αδέσποτα με ένα μίσος...
_ Έννοια σας, όλα τακτοποιήθηκαν. Τα πήγαν έξω από την πόλη και τέλος! Έλεγε η μητέρα. Και σε μια ερώτηση μιας άλλης "κυρίας" αν τα "ξεπάστρεψαν επιτέλους", απάντησε με στόμφο.
_ Μα φυσικά, καλή μου! Δε θα μας ενοχλήσουν πια τα βρομιάρικα. Αλλά να μην ακούσει ο γιος μου... Ξέρετε, παιδί είναι, δεν καταλαβαίνει από αυτά. Του είπαμε πως θα τα πηγαίναμε κάπου να τα φροντίζουν...
_ Χαχα, μα τα φρόντισαν με τον καλύτερο τρόπο, ε; κάγχαζε μια άλλη με μπόλικη κακία.
Αυτή η κακία λες και μπήκε από εκείνη τη στιγμή μέσα του. Δεν είπε ποτέ σε κανέναν ότι τους άκουσε. Δεν είπε γενικά τίποτα ούτε για την οργή που κόχλαζε μέσα στην ψυχή του και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όσο άκουγε τα εγκώμια για... τους φιλάνθρωπους, τους καλόκαρδους, τους υπέροχους δικούς του.
Μόνο που...
Μόνο που ξαφνικά άλλαξε.
Στο σχολείο έγινε απρόσεκτος, αδιάφορος, αυθάδης και είρωνας σε κάθε ενήλικα που συμβούλευε, βίαιος και ευερέθιστος με τα άλλα παιδιά. Σιγά σιγά, έγινε το μαύρο πρόβατο παντού. Στην εφηβεία, ένα τέρας που κατέστρεφε, έβριζε χυδαία, αντιδρούσε με ανάρμοστο τρόπο σε κάθε πλησίασμα.
Κάποια στιγμή, μετά το τσιγάρο, άρχισε να πίνει... Να πίνει πολύ. Του άρεσε αυτό το γλυκό μούδιασμα που του νέκρωνε σκέψη και αισθήματα. Αντίθετα με τις ώρες που ήταν νηφάλιος, όταν έπινε γινόταν ήσυχος και απλά έκλαιγε με τις ώρες και μουρμούριζε κάτι για δυστυχία, δολοφόνους της ζωής του και μασκαρεμένα καθάρματα που έκαναν βαθιές μετάνοιες και τάιζαν φτωχούς με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο χέρι τους είχαν κλέψει τα πάντα.
Κανείς δεν έδινε σημασία στα λόγια ενός μεθύστακα. Μόνο που καταστενοχωρούσε τους υπέροχους γονείς του τον κατηγορούσαν. Μέχρι που κι εκείνοι πέθαναν. "Από τον καημό τους για τον αχάριστο αλήτη", διατυμπάνιζε η τοπική κοινωνία με μίσος.
Τελικά, η περιουσία όλη έγινε ποτό και γυναίκες. Γυναίκες μιας νύχτας. Καμιά δεν του ήταν καλή για περισσότερο. Όλες του θύμιζαν τη μάνα που κάγχαζε για τα ζωάκια που είχαν ξεπαστρέψει ενώ τον κορόιδευε κανονικά.
Μετά έγινε ένα απόβρασμα που για να πιει έπρεπε να κλέψει.
Μπήκε και φυλακή για λίγο. Αλλά εκεί...
Εκεί δεν μπορούσε να πιει και η δυστυχία του τον έκανε να νιώθει πως τρελαίνεται. Τότε, τον "βρήκε" ένας άνθρωπος γέρος- φυλακισμένος στο ίδιο κελί. Αυτός σαν να τον κατάλαβε. Λέγοντας τα δικά τους σχεδόν... τον εξομολόγησε. Τι είπαν μέσα σε ένα χρόνο; Κανείς δεν έμαθε.
Όταν ο γέρος πέθανε του άφησε ένα βιβλίο κληρονομιά. Ήταν οι Άθλιοι του Ουγκώ.
Σε λίγο καιρό ελευθερώθηκε. Πήρε το βιβλίο, μόνη του περιουσία και πήγε να μείνει εκεί, στην παλιά αποθήκη τη μισο-ερειπωμένη. Αυτή που έβλεπε από μακριά το σπίτι του, που το πούλησε για να ζήσει τον πρώτο καιρό και έβλεπε και στον δρόμο.
Ήθελε να διαβάζει το βιβλίο του γέρου κοιτάζοντας κάθε φορά και τους ανθρώπους που περνούσαν απέξω.
Κάποιες φορές ζητιάνεψε δουλειά, μα δεν του έδωσαν. Πήγαινε με τα πόδια στο διπλανό χωριό που είχε χτήματα και δούλευε εκεί. Οι χωριάτες τον ήθελαν εκεί, γιατί τους έκανε ό,τι χαμοδουλειά και επικίνδυνη για άλλους. Τον πλήρωναν κανονικά, ήταν αλήθεια, πιο πολύ από φόβο με όσα είχαν ακουστεί για λόγου του. Κάποιες κυράδες πιο καλόκαρδες του έφερναν και καμιά πίτα να πάρει μαζί του. Του έδωσαν ρούχα μεταχειρισμένα να ντυθεί.
Μα κανείς δεν τον συντρόφεψε ποτέ πιο πέρα από τα χωράφια. Όλοι φοβούνταν να τον πλησιάσουν; Όχι. Οι περισσότεροι απλά τον σιχαίνονταν για την "αχαριστία" και την κατάντια του.
"Ένα αρχοντόπουλο που τα ήπιε όλα, ένα χαμένο κορμί".
Μα πίσω από την αποθήκη, σε μια μεριά στην αυλή του, ο χαραμοφάης είχε μαζέψει ένα σκυλάκι και το είχε συντροφιά.
Όμως μια μέρα που έλειπε στα χωράφια, κάποιος "καλός άνθρωπος" αποφάσισε να ξεπαστρέψει το ζωάκι του αλήτη. Έτσι, σαν εκδίκηση στη "χαλασμένη του ψυχή", "να του δώσει ένα μάθημα".
Όταν γύρισε, το βρήκε να πεθαίνει με φρικτούς πόνους, δεν πρόλαβε να το βοηθήσει καθόλου. Το ζωάκι, λες και τον περίμενε, ήρθε και έσβησε μπροστά στα πόδια του με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
Το έθαψε χωρίς να μπορέσει να κλάψει. Ένας κόμπος είχε εγκατασταθεί στην καρδιά του που δεν έφευγε πια με τίποτα.
Ο ψυχικός σπαραγμός που κουβαλούσε μια ζωή μέσα του, τώρα μαινόταν σαν θύελλα επικίνδυνη. Πνιγόταν!
Την επομένη... τον βρήκαν κρεμασμένο έξω από την αποθήκη πάνω από τον τάφο του σκύλου του.
Δεν του έκαναν κηδεία του "άχρηστου". Τον έθαψαν δίπλα στο σκυλί του, χωρίς να γνωρίζουν πως του έκαναν το μοναδικό δώρο για την ψυχούλα του.
Για χρόνια συμβούλευαν τα παιδιά τους φέρνοντας για παράδειγμα αποφυγής τον "μεθύστακα αλήτη που πέθανε σαν σκουπίδι".
Η αποθήκη κάποτε γκρεμίστηκε. Ο Δήμος πήρε το οικόπεδο για να φτιάξει παιδική χαρά... Τι ειρωνεία. Ο τάφος ισοπεδώθηκε και στρώθηκε με τσιμέντο και πάνω του χτίστηκε... ένα μικρό προσκυνητάρι. Ήταν όρος στη διαθήκη των ευλαβών... γονέων ένα προσκυνητάρι στη μνήμη τους. Και το παιδί... ξεχάστηκε...
Ξεχάστηκε; Ή μήπως ο πόνος του έγινε θυμίαμα μπροστά στον θρόνο του Θεού; Το προσκυνητάρι πάνω του να ήταν ένα μήνυμα;
Παράξενα τα ανθρώπινα... Ακόμα πιο παράδοξα τα του Θεού...
Πιο εύκολα κρίνουμε, πιο δύσκολα αγαπάμε... Κι όταν δεν αγαπάμε, θύματα είναι τα παιδιά!
Πρώτα τα δικά μας παιδιά!...
Copyright © Πόλυ Μίλτου
(Εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία)