(Κάτι ανάποδες σημειώσεις ενός πολύ «ανάποδου» ανθρώπου… ας τα βαφτίσουμε «αναμνήσεις» μιας ιδιαίτερα δύσκολης ζωής. Κάτι σαν πρόχειρη γνωριμία θα έλεγα.)
Κάποτε, που λέτε, γεννήθηκε ένα μωρό. Εγώ ήμουν αυτό το μωρό. Το τελευταίο της οικογένειας.
Ποιας οικογένειας; Δεν ένιωσα ποτέ αυτή την έννοια.
Οι γονείς με αποχαιρέτησαν, έφυγαν για τον ουρανό σχεδόν αμέσως. Καρκίνος. Άτιμο πράγμα!
Έμεινα σε μια κούνια να περιμένω… το τίποτα. Ούτε τη φωνή τους δε θυμάμαι. Τίποτα! Η οικογένεια διαλύθηκε. Αλλού για αλλού όλοι.
Εγώ ξενιτεύτηκα νωρίς, έρημη, μακριά σε ξένα χέρια. (Μεταξύ μας, από τότε ξενιτεύομαι και παντού ξένη είμαι για όλους.) Πρώτα το ίδρυμα, μετά οι άλλοι… δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Απλά, αυτό το «οι άλλοι», λέει πολλά.
Μεγάλωσα με την απαξίωση, την περιφρόνηση και τη θλίψη αγκαλιά.
Έγραφα πάντα, από μικρή, ίσως αυτό με έσωσε και κράτησα την ψυχή μου ατόφια, χωρίς σκιές. Στο τέλος της εφηβείας μου, λίγο πριν αποχαιρετήσω το Λύκειο, άρχισα τη «Λίνα» και έκανα μαζί της όνειρα για το μέλλον και έπειτα προσπάθησα να ανοίξω τα φτερά μου..
Α, καλά!
…………………………………………………………………………
Κάποτε, λοιπόν…
Ήταν μια μέρα που πάλι έμεινα χωρίς δουλειά. Αρχές φθινοπώρου.
Είχαν φροντίσει γι’ αυτό εκείνοι που νόμιμα είχαν δεχτεί να με μεγαλώσουν. (Φρόντιζαν πάντα οι αγαπημένοι μου «άλλοι» να γκρεμίζουν τα πάντα, να μπαίνω και να βγαίνω από τις σχολές, να μου διώχνουν τις φίλες από το πλευρό μου για να μην έχω συμπαράσταση, να βάζουν το χεράκι τους σε κάθε μου προσπάθεια για να βρω εργασία, έτσι ώστε να γυρίζω πάντα νικημένη και αδύναμη πίσω.)
Είμαι ορφανή, βλέπετε. Με πήραν κάτι «καλοί άνθρωποι» να κάνουν πως έχουν παιδί. Εγώ αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Εκείνοι, όμως, είχαν το μοναδικό προνόμιο της πονηριάς και της ψευτιάς και είχαν καταφέρει να τους πιστεύει η κοινωνία για «αγίους». Άνθρωποι της εκκλησίας, της «καλής» κοινωνίας, σεβαστοί, ενάρετοι… Τι άλλο να πω; Καλά είναι να μην πιστεύουμε τίποτα τόσο εύκολα. Ή, μάλλον, πιστέψτε και κανένα ξένο παιδί, κάτι σημαίνει όταν δεν είναι ευτυχισμένο.
Μπα, ακόμα και που πήγα να σπουδάσω, ενώ όλοι τα δικά τους παιδιά τα φρόντιζαν σαν τα μάτια τους, μερικοί τα έστελναν και στο εξωτερικό για να μορφωθούν περισσότερο, θυμάμαι ακόμα που άνθρωποι από την πόλη μας με έβρισκαν στο δρόμο και με κατηγορούσαν για τη δική μου επιλογή.
Εγώ δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδιά. Δεν είχα δικαίωμα να έχω όνειρα και δεν είχε καμιά σημασία αν όλη η τοπική κοινωνία έβαζε το χεράκι της με τρόπο, για να μου τα καταστρέφουν οι… αδικημένοι «ενάρετοι γονείς». Εγώ δεν ήμουν παιδί. Με είχαν πάρει!... Καταλαβαίνεις, τι θα πει αυτό;
Βαρέθηκα να ακούω για τα παιδιά της καρδιάς. Εκείνον ακριβώς τον καιρό, που εμένα μου γκρέμιζαν με μέθοδο κάθε μου όνειρο και κάθε μου προσπάθεια να κάνω κάτι για τη ζωή μου, εκείνον ακριβώς τον καιρό, είχαν φύγει τρία παιδιά από άλλες οικογένειες, υιοθετημένα. Παιδιά της καρδιάς(!) Κι όλα κορίτσια. Στην εποχή μου, ήθελε κότσια γερά, ίσως και πλάτες, για να μπορέσει κορίτσι να επαναστατήσει και να μην το «φάνε» οι βολεμένοι. Άλλη έφυγε κρυφά τη νύχτα, άλλη κατέφυγε σε πιστούς φίλους, άλλη κλέφτηκε με τον αγαπημένο της και βιάστηκαν να τη χαρακτηρίσουν αλήτισσα… (Το ότι την είχαν πάρει κάτι γέροι στριφνοί και ιδιότροποι και την «έψηναν» κάθε μέρα, το ότι αγάπησε και έκανε ωραία οικογένεια και ήταν ευτυχισμένη μετά, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Εκείνο που ένοιαζε την τοπική κοινωνία ήταν να μη σηκώνουν κεφάλι και τα ψυχοπαίδια τώρα. Δε φτάνει το καλό που τους γινόταν. Ήσαν και αχάριστα. Τα ξένα παιδιά, τα ορφανά, σκλαβάκια τα ήθελαν, για γηροκομιό και μόνο.)
Να σχολιάσω ότι το κράτος και οι νομοθέτες τους πρέπει να ελέγχουν καλύτερα το θέμα «υιοθεσία»; Να κατακρίνω που δε γίνεται έλεγχος κάθε τόσο πού πήγαν αυτά τα παιδιά; Να διαμαρτυρηθώ ουρλιάζοντας την αγανάκτησή μου πως τα ορφανά και παντέρημα που δεν έχουν πλάτες και χρήμα, έπρεπε να προστατεύονται με αυστηρότατους νόμους;
Και τι θα βγει; Την έμαθα πια τη χώρα μου…
Επανέρχομαι.
Ήμουν τυχερή γιατί με προίκισε ο Θεός με έναν χαρακτήρα πεισματάρικο και δυναμικό.
Με κατέστρεφαν κι εγώ ξεκινούσα ξανά. (Όταν θα γράψω το βιβλίο της ζωής μου, κανείς δε θα πιστεύει πόσα μπορούν να συμβούν πίσω από την πλάτη ενός έρημου παιδιού.)
Τελικά, άρχισα να μαθαίνω και τον τρόπο που τα κατάφερναν. Μπροστά μου με παρακινούσαν, μου έδιναν ελπίδες, με προέτρεπαν, με γέμιζαν πίστη πως τους είχα μαζί μου. Αυτή η εμπιστοσύνη… αποδείχτηκε η μεγαλύτερη ηλιθιότητα της καλής μου καρδιάς. Τους αγαπούσα, βλέπετε, δεν είχα άλλους να τους πω γονείς. Γι’ αυτό και τους εμπιστευόμουν. Αυτό ακριβώς κι εκμεταλλεύονταν χρόνια ολόκληρα σε μένα… οι τάχα «γονείς». Την εμπιστοσύνη μου!
Αλλά, κάποτε ξυπνάνε και οι χαζοί. Τους πήρα είδηση από μισόλογα, από κάποιο τηλεφώνημα, από ένα γράμμα που είχαν στείλει στα κρυφά στη σχολή όπου είχα πετύχει μέσα στα πρώτες, κι ενώ εμένα μου έλεγαν να πάω και ότι θα με στήριζαν, είχαν ήδη στείλει το γράμμα να μη με δεχτούν. Πήραν την επιλαχούσα στη θέση μου κι εγώ… έπαθα το πρώτο σοκ. (Είχα τελειώσει το σχολείο μικρή και με τα τότε δεδομένα ήμουν ακόμα ανήλικη.)
Μου χρειαζόταν το σοκ! Για να τους καταλάβω.
Μετά από χρόνια ξανάδωσα εξετάσεις. Κρυφά τελείως αυτή τη φορά. Πέτυχα πάλι μέσα στους πρώτους, παραλίγο υποτροφία…
…………………………………………………………………
Δασκάλα πια! Έκανα πολλές δουλειές για να σταθώ. Και πάντα… κάποιοι «αόρατοι», για το καλό μου (!) φρόντιζαν να χάνω ευκαιρίες. Με τρόπο και μέθοδο.
Τότε, εκείνο το φθινόπωρο ήταν που απελπισμένη, έψαχνα πάλι. Αυτή τη φορά είχα φύγει, δεν ήθελα να γυρίσω να φιλάω… να μην πω τι ποδιές. Δεν ήθελα με τίποτα να ξανά μείνω μαζί τους για πάντα.
Έψαχνα μια λύση. Και η λύση ήρθε από τον Θεό.
Στη διπλανή χώρα γινόταν πόλεμος. Χαλασμό θα τον έλεγα, χαμός! Όλοι έφευγαν. Όσοι δεν είχαν δυνατότητα κι έμεναν πίσω, ζούσαν στον κίνδυνο. Τότε με ζήτησαν. Με ζήτησαν από την εκκλησία να βοηθήσω, αν ήθελα. Και είπα το «ναι»!
Έτσι κι αλλιώς, δουλειά δεν είχα βρει. Πήγα εθελόντρια, ζούσα με δωρεές, με συσσίτια, με τέτοια. Φτώχια φρικτή! Αλλά…
Αλλά! Όταν μιλάει η αγάπη! Δεν ήξερα ούτε μια λέξη από τη γλώσσα. Πήγα με την αγάπη! Να μαζέψω στην αγκαλιά μου τα παιδιά που είχαν απομείνει εκεί! Μπήκα σε μια χώρα με λάσπες, με κατεστραμμένους δρόμους, με όπλα και βόμβες και κουκούλες και φόβο και κίνδυνο. Δε με ένοιαζε. Τι είχα να χάσω; Πήγα να αγκαλιάσω παιδιά κι όχι μόνο.
Εκεί, η καρδιά μου γνώρισε φοβισμένους ανθρώπους, απλούς, ανεπιτήδευτους, έντιμους και ανέντιμους, σπουδαίους και πονηρούς, καλούς και κακούς. Εκεί έμαθα περισσότερο τη λέξη «πρόσεχε»!
Δεν εννοώ τον κίνδυνο. Εννοώ το «πρόσεχε» της αγάπης. Μην πληγώσεις, μην προσβάλεις, μη μειώσεις, μη… Εκεί έμαθα αμέσως πώς ανοίγει διάπλατα η καρδιά για να αγαπήσει όλη τη γη! Τα παιδιά που γνώρισα με έμαθαν από τις χειρονομίες, οι πρώτοι άνθρωποι που με πλησίασαν μου έμαθαν τις πρώτες μου λέξεις κι εκείνοι είδαν στα μάτια μου την αγάπη και την ειλικρίνεια και το σεβασμό.
Εκεί η ψυχή μου γέμισε με την τρυφερότητα της μάνας και τη θυσία της αδερφής, και πώς αλλιώς μπορείς να πλησιάσεις ανθρώπους γεμάτους πληγές και αγωνίες;
Μου ανταπέδωσαν με τη δική τους εμπιστοσύνη κι έναν σεβασμό που ακόμα νιώθουν απέναντί μου.
Εκεί είδα πολλά και ξεχείλισε η καρδιά μου από συναισθήματα. Έζησα μαζί τους έντονα 17 ολόκληρα χρόνια. Δύσκολες συνθήκες, τραγικές ελλείψεις νερού, ρεύματος, τροφίμων, φαρμάκων… Αλλά ποτέ δεν ένιωσα μόνη, παρόλο που ζούσα μόνη. Ποτέ δε με άφησαν να νιώσω αβοήθητη. Ήταν και κάτι απαίσιες μέρες με φόβο για όλους και περισσότερο για τα παιδάκια μου…
Και όλα τα νικούσε η αγάπη!...
Κάποτε…
Π. Μίλτου (συνεχίζεται!)