η ομίχλη συντροφεύει τη στιγμιαία διάθεση.
Πέρασα πριν λίγο και ούρλιαξα στον άνεμο,
μα δε με ακούει κανείς, …
οι ανθρώποι λείπουνε όλοι απόψε.
Δυνατή, άηχη η κραυγή μου συνταράσσει τα πέρατα.
Έλα, κοίτα, στάθηκα για λίγο να σκεφτώ.
Η ομίχλη «πέφτει» σε σιωπές και αντιφάσεις,
οι ανταύγειες του ήλιου μαραίνονται ολούθε.
Απόψε, δεν έχει ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια.
Χλωμός φωτισμός του Δήμου
αναλώνεται σε ξένα χωράφια…
Αλλού βρίσκεται η ουσία,
ρίξε μια ματιά, τι βλέπεις;
Παντού ερημιά και σιωπή,
άδειοι βρεγμένοι δρόμοι,
φύλλα που πέφτουν, ριπές ανέμου δυνατού…
Θα προσπεράσω, δεν είμαι για εδώ,
ο χαλασμός και τα σκοτάδια δε μου ταιριάζουν.
Περπατώ και ελπίζω, στις κρυμμένες αχτίνες!
Π. Μίλτου