Ακινησία. Σιωπή. Δέος.
Μια γλυκιά αθωότητα μπερδεμένη μέσα στο ζωντανό τοπίο.
Κάνω μια στάση νοερά να καταλάβω τι λείπει στη σύνθεση. Τι είναι αυτό που θα τάραζε το φως και θα έριχνε σκοτεινιά στα λευκά πεζούλια.
Φρίκη!
Ο άνθρωπος!
Ξέρω πως όσο πλησιάσω η σκιά μου θα πέσει πάνω στους τοίχους, η φιγούρα μου θα κρύψει τον ορίζοντα, θα δημιουργήσω θόρυβο με το περπάτημά μου στα σκαλοπάτια, θα τρίξουν οι μεντεσέδες στο άνοιγμα της πόρτας. Θα φοβερίσει η ανάσα μου τα αναμμένα καντηλάκια...
Μια απειλή κι ένας τρόμος παντού.
Ήρθε ο άνθρωπος!
Αλήθεια! Ποιοι είμαστε;
Φτιαχτήκαμε οι τέλειοι της δημιουργίας και βαλθήκαμε με φθόνο να αποτελειώσουμε το σύμπαν.
Ήρθαμε καθαροί και όμορφοι, ένα κομμάτι του ουρανού και γίναμε απειλή στον ουρανό των άλλων.
Περπατήσαμε για να χαρούμε και καταστρέφουμε τις χαρές σε κάθε μας βήμα.
Οικοδομήσαμε ιερά σπουδαία για να γκρεμίσουμε μέσα μας κάθε ιερό και όσιο.
Βγάλαμε νόμους προστασίας της ζωής για να μπορούμε να τους καταπατήσουμε όλους με σαδισμό.
Κηρύξαμε με κάθε τρόπο ότι είμαστε ελεύθεροι σκλαβώνοντας με μανία όσους μας πίστεψαν.
Μιλήσαμε για πολλά και μεγάλα για να μπορούμε να τα βεβηλώνουμε με νόημα.
Φωνάξαμε για αγάπη για να μισήσουμε με πάθος!
Υψώσαμε χέρια προσευχής στον Θεό της ειρήνης για να σκοτώνουμε στο όνομά του.
Δηλώσαμε ταυτότητα πολιτισμού και πίστης για να σβήσουμε κάθε ίχνος καλού και κάθε ελπίδα...
Ο άνθρωπος!
Μια φύση από χώμα ανακατεμένη με ψυχή αθάνατη.
Κρατήσαμε το χώμα που πεθαίνει και πετάξαμε στα σκουπίδια την αιωνιότητα.
Ο άνθρωπος!
Μέσα μας η σπορά, μας οδηγεί σε κοινωνίες. Η ερημιά μας πληγώνει και ο άλλος δίπλα μας... μας είναι ανεπιθύμητος.
Δεν επιθυμούμε μοναξιά. Δεν αντέχουμε κανέναν πέρα από το εγώ μας.
Ο άνθρωπος!
Ήταν αυτός που ορίστηκε ρυθμιστής αρμονίας. Έγινε ταραχή και ανισορροπία μέσα του και γύρω του.
Η εικόνα το λέει καθαρά. Λείπει ο άνθρωπος. Κοίτα γαλήνη.
Μην πλησιάζεις, ανώτερο ον... Εκτός... εκτός...
Εκτός αν σεβαστείς το φως και περάσεις στο πλάι, να μην καλύψεις το λευκό της αθωότητας με τη δική σου πονηριά.
Εκτός αν πατήσεις αθόρυβα, να μη φοβηθεί η ηρεμία του χώρου με τις χοντράδες μιας απολίτιστης συμπεριφοράς.
Εκτός, αν σκύψεις και μπεις δειλά στην ταπεινή πόρτα, αφήνοντας έξω σαν άχρηστο βάρος τον ατέλειωτο εγωισμό σου.
Εκτός, αν προσέξεις να ανασάνεις με σεβασμό χωρίς την ντροπή της υπεροψίας.
Εκτός, αν κρατήσεις τα χέρια σου σφικτά στο στήθος, για να αφήσεις την καρδιά σου να νιώσει.
Να νιώσει τον Θεό. Να νιώσει την αγάπη. Να νιώσει πως είναι τραγικό να πονάμε τόσο, ενώ θα μπορούσαμε με λίγη καλή διάθεση να είμαστε ευτυχισμένοι...
Άκου, εαυτέ μου, αν βρεθείς μπροστά σε μια πόρτα χαμηλή, σκύψε... Σκύψε να περάσεις ήσυχα. Σκύψε...
Γιατί όποιος είναι σκυμμένος στη δική του ψυχή, δεν έχει δυνατότητα να κοιτάζει τους άλλους...
Γιατί όποιος είναι σκυμμένος στο μέσα του, δεν έχει ευκαιρία να ελέγξει πώς στέκεται ο άλλος.
Όταν μπεις, άνθρωπέ μου, να προσευχηθείς, σκύψε. Και δες τι κάνεις εσύ.
Ο άλλος στέκεται στη δική του εκκλησιά.
Μπροστά στον δικό του Θεό.
Λέει τη δική του ευχή.
Νιώθει τα δικά του λάθη.
Παίρνει τις δικές του αποφάσεις.
Ζει τις δικές του πτώσεις.
Ελπίζει στη δική του ανάσταση.
Είναι δίπλα σου. Ναι. Μα είναι πάντα ο άλλος.
Εσύ, σκύψε... Και δες μέσα σου... Και δες τον Θεό σου...
Αναζήτησε τρόπους να Τον πάρεις μαζί σου τον Θεό.
Αν όταν βγεις, Τον αφήσεις πίσω σου, μια "άψυχη" ζωγραφισμένη εικόνα, έχεις αποτύχει οικτρά!
Ξέρεις γιατί; Γιατί...δεν έσκυψες...
Όσην ώρα προσκυνούσες στην εκκλησιά σου, γκρέμιζες νοερά τις εκκλησιές όλων των άλλων. Όσην ώρα μιλούσαν τα χείλη, η καρδιά σου περιφερόταν με μίσος κρυφό σε ξένες ευχές για να ειρωνευτεί το ποιόν τους.
Όσην ώρα ο αδερφός έκλαιγε μυστικά, εσύ τον καταδίκαζες φανερά για να το μάθουν όλοι, για όλα τα λάθη, για όλα τα πάθη, για κάθε του κίνηση, για κάθε του ανάσα.
Όσην ώρα στεκόσουν ακίνητος με "ευλάβεια" στη σιωπή σου, η σκέψη σου ταξίδευε σε ξένα χωράφια, σε ξένα σπίτια, σε ξένες ζωές. Με μανία καταδίωξης του άλλου ανθρώπου. Με ανελέητο μένος να θυμίζεις ξανά και ξανά στους άλλους προσκυνητές για το ποιος ήταν, τι έκανε, πώς κατάντησε.
Όσην ώρα ο άλλος πάλευε άγρια με τους δαίμονές του, εσύ του έστελνες και άλλους με χαιρέκακη διάθεση, τονίζοντας πως όλα τα κάνεις "για τη σωτηρία του". Προσπαθούσε να σηκωθεί κι εσύ τον έσπρωχνες σε γκρεμούς χαώδεις και του προφήτευες πως είναι μάταιο να το σκέφτεται πως θα σωθεί με όσα τον βάραιναν. Επειδή εσύ, πιστεύεις σε έναν ανελέητο Θεό, όπως τον έφτιαξε η δική σου άκαρδη ύπαρξη.
Στάσου μακριά από την εικόνα του Θεού, ανήλεε άνθρωπε.
Μακριά από την ξένη ψυχή...
Αφουγκράσου...
Αν είσαι υπερόπτης, δεν ανήκεις στη γαλήνη του ουρανού.
Φύγε!
Και άσε τον σκυμμένο προσκυνητή να μπει να κλάψει ελεύθερα, να πονέσει, να νιώσει, να ανασάνει, να σηκωθεί, να ξανανιώσει ελεύθερος από κάθε βάρος.
Προσευχή... Δύσκολη έννοια...
Θέλει πολύ... σκύψιμο! Και πονάει πολύ!
Copyright © Πόλυ Μίλτου
(Η εικόνα από το ίντερνετ)