Έργο το οποίο δεν έχει εκδοθεί, παρόλα αυτά είναι κατοχυρωμένο σύμφωνα με το συγγραφικό νόμο.
ΛΙΝΑ Ι
Είχε έρθει πολύ νωρίς, ακριβώς με το άνοιγμα, και είχε μπει στον τεράστιο χώρο υποδοχής με τον αέρα και το ύφος ανθρώπου συνηθισμένου να τον υπακούν. Κι όμως, ήταν ήσυχος και τόσο γλυκός και απίστευτα ωραίος! Η ψηλή, γεροδεμένη, ολόισια κορμοστασιά,… η μορφή του, μαγνήτιζαν, ενώ συγχρόνως η σοβαρότητά του δεν έδινε θάρρος για πολλά πλησιάσματα, δημιουργούσε δέος! Αλήθεια, ποιος ήταν;
Μεγάλη ήταν η έκπληξη όλων όταν έμαθαν, από τους λίγους, τους παλιότερους από το προσωπικό, που είχαν παρευρεθεί στην κηδεία, πως ήταν ο γιος του μακαρίτη του Αδριάν και ότι είχε έρθει να πάρει τη θέση του πατέρα του. Άναψαν τα κουτσομπολιά, οι περιέργειες, και ιδίως η φαντασία των γυναικών άρχισε να οργιάζει. Ήταν τόσο υπέροχα ωραίος, γοητευτικός, ελκυστικός!… Άρχισαν να κάνουν σχέδια για το πώς θα τον πλησιάσουν!
Στο βάθος του τεράστιου, πανέμορφου δωματίου, εκεί στη δεξιά πλευρά του τζακιού όπου υπήρχε το αριστούργημα, το βιτρώ με τον άγγελο, ειδική παραγγελία της Χαράς, βρισκόταν μια άγνωστη κοπέλα. Καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στην αναμμένη φωτιά, σκυμμένη πάνω σ’ ένα χοντρό βιβλίο και, απορροφημένη τελείως από το διάβασμα, δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του.
Ένιωσε κάπως δυσαρεστημένος που ο Ίαν δεν τον είχε προειδοποιήσει για την ξένη, αφού όλοι ήξεραν πόσο απέφευγε τέτοιου είδους συναντήσεις, οι οποίες πάντα του δημιουργούσαν προβλήματα. Θα είχε ίσως φύγει απ’ την πρώτη στιγμή, μα δεν ήθελε να φανεί τόσο χτυπητά αγενής, αφού μόλις είχε έρθει στο σπίτι της αδερφής του, ούτε ήθελε να δώσει αφορμή για στενοχώριες και περιττά σχόλια. Μην έχοντας ακόμα αποφασίσει τι να κάνει, έριξε στην άγνωστη μια αμήχανη ματιά.
Εξακολουθούσε να διαβάζει εκείνη σκυμμένη στο βιβλίο της και τα μακριά της μαύρα μαλλιά έπεφταν μπροστά και της κάλυπταν το πρόσωπο και ήταν τόσο λεπτοκαμωμένη και μικρόσωμη, που φαινόταν παιδί. Μα ήταν ντυμένη ολόμαυρα κι αυτό του έκανε εντύπωση!…
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί περισσότερα ούτε να πάρει τις συνηθισμένες του αποφάσεις, δηλαδή να φύγει, γιατί μια εύθυμη φωνή πίσω του ξάφνιασε και τους δύο. Ο νέος βρέθηκε απρόσμενα στην αγκαλιά μιας ψηλής ωραιότατης κυρίας, η οποία μόλις είχε έρθει, και η μαυροντυμένη κόρη είχε πεταχτεί όρθια, αφήνοντας απ’ την έκπληξη να της πέσει το χοντρό βιβλίο.
_ Πότε ήρθες, καρδιά μου, γιατί δε με ειδοποίησαν; έλεγε η κυρία.
_ Μόλις τώρα ήρθα, Χαρούλα, μα ήθελα να σου κάνω έκπληξη! της απάντησε εκείνος πολύ σιγά, ενώ ανταπέδιδε τα τρυφερά της φιλιά.
_ Α! Μικρέ μου, πόσο μας έλειψες τελευταία!... Μα έλα να σου συστήσω τη Λίνα, αφού μόλις ήρθες και σίγουρα δε γνωριστήκατε! είπε η ξανθιά ωραία κυρία και προχώρησε στο καθιστικό μαζί του. Έμοιαζαν τόσο πολύ οι δυο τους! Ολόξανθοι, γαλανοί, υπέροχοι!
Η κόρη τα ’χε χαμένα. Κοίταξε θαμπωμένη το ωραιότατο πρόσωπο του νέου, έριξε μια αυθόρμητη ματιά στον άγγελο του βιτρό και… μετά χαμήλωσε το βλέμμα κατακόκκινη απ’ τη μεγάλη της ντροπή, μην τυχόν κι είχαν διαβάσει τη σκέψη της.
Το γεύμα ήταν γεμάτο απλότητα, αδερφική αγάπη και ζεστασιά, μα η μικρούλα Λίνα παρέμενε πάντα το ίδιο ντροπαλή και συμμαζεμένη.
Αλλά και ο Αναστάσης δεν έμεινε πολύ μετά το φαγητό. Και, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους πληροφόρησε ότι είχε δεχτεί να φάει μαζί τους γιατί θα έλειπε πάλι για καιρό. Η Χαρά τρόμαξε!
_ Μα τέλος πάντων είναι τόση ανάγκη, Αναστάση; Να ταξιδεύεις μες στο χειμώνα;
Αυθόρμητα έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στη Λίνα πριν απαντήσει, μα εκείνη πρόλαβε και το πρόσεξε και έγινε μεμιάς δυστυχισμένη.
_ Είναι η δουλειά μου, Χαρούλα, αν κάνεις έτσι κάθε φορά που έρχομαι, θα αρχίσω να το σκέφτομαι πριν σας επισκεφτώ! ήταν απαλή η φωνή του, γεμάτη όμως νόημα.
Και φυσικά δεν του ξαναείπαν τίποτα. Όμως, σαν ανέ-βηκε η Λίνα στο δωμάτιό της, της φάνηκε πως πνιγόταν. Αδύνατο να ησυχάσει. Και το ίδιο κιόλας απόγευμα ζήτησε να δει τον π. Αντώνιο. Και έκλαιγε τόσο πολύ και τόσο απαρηγόρητα, που ο Πατήρ τής έδωσε τελικά την άδεια να γυρίσει στο μικρό σπιτάκι της, στην άκρη της πόλης. Έτσι έφυγε από τους Δέρι.
Ήταν ένα κοριτσάκι μόλις δεκαπέντε χρονών και ήταν Χριστούγεννα. Όλα ήσαν όμορφα στολισμένα γύρω, όλοι έλαμπαν ντυμένοι στα πιο επίσημα ρούχα κι εκείνη, σχεδόν παιδί, έφθασε στην εκκλησία ντυμένη στα μαύρα. Παρακάλεσε τη Χαρά και ανέβηκε στο γυναικωνίτη κι εκεί διάλεξε μια απόμερη γωνιά. Εκείνο το πρωινό ξύπνημα τής είχε ανάψει τη νοσταλγία στην ψυχή της, ένιωθε μιαν απέραντη λαχτάρα να είχε κι αυτή μια οικογένεια, να γιόρταζε με τους δικούς της, να ρουφούσε την αγάπη τους. Από τη θέση της έβλεπε κάτω το εκκλησίασμα, όλοι λαμπροντυμένοι, όλοι με τους δικούς τους, με τις οικογένειές τους, γιόρταζαν τη γιορτή της αγάπης.
Η Λίνα τι να γιόρταζε; Ανάμεσα στους άντρες, κοντά στον Λουκά, ξεχώρισε τότε την πανύψηλη επιβλητική σιλουέτα ενός ολόξανθου νέου και η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Γεμάτη απερίγραπτη θλίψη μαζεύτηκε στο πλάι και άρχισε να κλαίει ατελείωτα.
Ο οδηγός είχε ήδη πλησιάσει με τη λευκή μερσεντές και η Λίνα αναγνώρισε στο χώρο αποθήκευσης τη βαλιτσούλα της. Δεν μπόρεσε να φέρει αντιρρήσεις ή να πει κάτι γιατί ήδη μιλούσε ο Αναστάσης. Το ύφος του τώρα ήταν αλλιώτικο, είχε γίνει επιβλητικό, έδινε οδηγίες στον οδηγό κι εκείνος άκουγε με προσοχή και σεβασμό και έλεγε μόνο «μάλιστα, κύριε»!
Η Λίνα ένιωσε να ανατριχιάζει. Θυμήθηκε το τηλεφώνημά της στην εταιρεία, το συνέδριο όπου εκείνος είχε μιλήσει, τη μεγάλη του θέση ανάμεσα στους πιο φημισμένους Διευθυντές, το πόσο τον σέβονταν όλοι!... Ο αδερφός της Χαράς δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ήταν ένα πρόσωπο ιδιαίτερα επίσημο, όλοι υποκλίνονταν μπροστά του. Γι’ αυτό, λοιπόν, την απέφευγε… Να, ακόμα κι εκείνη την ώρα τής είχε δηλώσει πως δε θα πήγαινε μαζί τους. Είχε δουλειές,… στο αεροδρόμιο;
Ξύπνησε απότομα από τις σκέψεις της γιατί ο οδηγός τής είχε ήδη ανοίξει την πίσω πόρτα και την περίμενε ευγενικά. Αναγκάστηκε να βιαστεί για να μην πάθει τίποτα απ’ τη μεγάλη της ντροπή, μπήκε στο πίσω μέρος και μαζεύτηκε δειλά στο κάθισμα. Μα, σαν κάθισε στη θέση του κι ο Ντέηβ, στο νόημα του Αναστάση η Λίνα άνοιξε το παράθυρό της και εκείνος έσκυψε στο άνοιγμα. Δεν είχε ξαναδεί τόσο κοντά της το ωραίο του πρόσωπο και τα έχασε κι έγινε κατακόκκινη, όμως ο Αναστάσης ήταν πολύ σοβαρός και συγκρατημένος. Και πάντα ιδιαίτερα ευγενικός.
_ Μη στενοχωριέσαι! Ο Ντέηβ θα σε πάει με ασφάλεια στης Χαράς και θα εξηγήσει ότι σε συναντήσαμε τυχαία και δε σε αφήσαμε εμείς να πάρεις ταξί τέτοια ώρα. Η Χαρά θα καταλάβει!... Σ’ αγαπάει πολύ, πάρα πολύ!...
Το βλέμμα της γέμισε παράπονο και για να μην την καταλάβει εκείνος, βιάστηκε να σκύψει το κεφάλι και απόμεινε έτσι αμίλητη και θλιμμένη. Μα ο Αναστάσης τα ’χε όλα καταλάβει! Χωρίς να προσθέσει τίποτ’ άλλο, όρθωσε το ψηλό του κορμί και, πολύ σοβαρός, έδωσε εντολή στον οδηγό να ξεκινήσει. Κι έμεινε έπειτα ακίνητος να παρακολουθεί τη μερσεντές, ώσπου χάθηκε στη λεωφόρο. Η καρδιά του είχε γίνει κομμάτια για άλλη μια φορά.
Γιατί καμία σχεδόν απ’ τις κοπέλες της αριστοκρατίας δεν είχε πιστέψει σε αυτόν το γάμο. Καμία δεν είχε παραιτηθεί από τη σκέψη πως υπήρχε πάντα ελπίδα να πάει κάτι στραβά, ώστε να ανοίξει πάλι γι’ αυτές ο δρόμος. Ακόμα κι αν γινόταν αυτός ο γάμος,… άραγε, πόσο θα κρατούσε;
Πάνω στο περιστύλιο περίμεναν ο Πάτερ, οι θείοι και τα ξαδέρφια του, η Άννα και η Κέητ με τον Νικ, ο Γιώργος και η Ανθούλα που θα γίνονταν οι κουμπάροι τους και, φυσικά,… αυτός, η «λαχτάρα» όλων των κοριτσιών! Καμία δεν μπόρεσε να πάρει από πάνω του τα μάτια της εκείνη τη μέρα. Ο Αναστάσης ήταν στ’ αλήθεια μοναδικά υπέροχος. Πανύψηλος, ολόισιος, με το αρχοντικό του παράστημα, ντυμένος με ένα ολομέταξο, ολόλευκο, απίθανο κουστούμι, ήταν εκτυφλωτικά ωραίος, λαμπερός και ελκυστικός όσο ποτέ. Ένα χάρμα οφθαλμών!...