Παίρνεις μαζί σου την κούπα τον καφέ, να είναι μεγάλη, να κρατάει πολύ, διαλέγεις την πιο όμορφη θέση, και ύστερα, ησυχία, περισυλλογή, γαλήνη!
Η ματιά περιπλανιέται έξω, στα υπάρχοντα ερεθίσματα, ίσως στην αυλή ή σε ένα κομμάτι της φύσης, που καταφέρνει να στολίζει τον περιβάλλοντα χώρο.
Το πνεύμα ξεχνιέται, έχει ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται τις πληροφορίες που μάζεψε όλο το προηγούμενο διάστημα.
Η ψυχή αισθάνεται να βιώνει πάλι και πάλι όσα της έδωσαν χαρά κι όσα την πόνεσαν, επιθυμίες, πάθη, λάθη, συγγνώμες, όνειρα, αγωνίες, απόγνωση, λύτρωση...
Το φθινοπωρινό φως δεν έχει τη λάμψη του καλοκαιριού, δε σε ενοχλεί με την έντασή του. Είναι γλυκό, απαλό, θαμπωμένο από το φιλτράρισμα των νεφών ή την παρουσία της ομίχλης.
Μυρίζει υγρασία και στα φυλλώματα κρέμονται, στάζουν αργά, απαλά, της βροχής τα δάκρυα. Λάμπουν διαμάντια, λες, που ιριδίζουν σε κάθε αντάμωμα με τυχαίες, ζωηρές ηλιαχτίδες.
Είναι η εποχή που σταματούν τα ταξίδια, γιατί το ίδιο το Φθινόπωρο είναι ικανό από μόνο του να σε ταξιδεύει σε άλλες χώρες, φανταστικές, παράξενες, ίσως παραμυθένιες, μπορεί και τραγικές..
Τα φύλλα ανάλαφρα απ’ τους χυμούς, στήνουν χορό σε κάθε άγγιγμα του ανέμου, σε προσκαλούν να πας μαζί τους, μα ούτε μπορούν να σου πουν πού πηγαίνουν, αφού ούτε εκείνα δε γνωρίζουν τον προορισμό τους, ούτε εσύ πρόκειται να ακολουθήσεις.
Η ψυχή, όμως, το πνεύμα, το βλέμμα… ταξιδεύουν ελεύθερα.
Εσύ στέκεσαι εκεί, κοιτάς, σιωπάς, αισθάνεσαι.
Ακίνητος!
Και μετά… Ξεκινάς να γράφεις!
Να, μόλις τώρα γεννήθηκε μια ιστορία!
Π. Μίλτου