Φεύγουν πετούν και χάνονται.
Πού πάνε;
Άλλα θα ταξιδέψουν μακριά, θέλουν να δουν τον κόσμο,
που στερηθήκαν, σαν ήσαν καρφωμένα στο δεντρί,
απ’ όπου έπιναν χυμούς.
Κινδυνεύουν, μα δεν το ξέρουν ακόμα
πως σε λίγο θα χαθεί η δύναμή τους
και θα απομείνουνε ξερά στο χώμα.
Προς το παρόν το χαίρονται που είναι ντυμένα στο χρυσό,
που έχουν πρωτοτυπήσει, πορτοκαλί σαν βάφτηκαν στις άκρες.
Και μερικά καφέ, τη σοβαρότητα να δείξουν,
την αξία τους και τη σοφία, που απόκτησαν τόσον καιρό,
ακούγοντας τους στεναγμούς και τους καημούς,
ανθρώπων πονεμένων ή των ερωτευμένων,
που έρχονταν κάτω απ’ τα δέντρα να τα πουν.
Και καμαρώνουν που ελεύθερα πετούνε τώρα, όπου το θέλουν!
Ακολουθούν τον άνεμο.
Η νιότη τους ήταν σκλαβιά, δεμένη στο παλούκι,
μα ωριμάσαν πια!
Πήραν στα χέρια τη ζωή κι απλώθηκαν παντού.
Πολλά θα πέσουνε στη γη, να σουλατσάρουν, για να βρουν καινούρια μέρη,
όπου θα στρώσουν το χαλί το πολύχρωμο, της φαντασίας,
που μήτε βασιλιάς δεν μπόρεσε ποτέ του να αποκτήσει.
Άλλα θα πέσουν στα νερά, για μια βαρκάδα σε άγνωστες ακτές,
ονειρεμένες, δροσερές, ηλιόλουστες.
Άλλα θα γίνουν όμορφα στολίδια, φυσικά, σε αυλές και σε βεράντες.
Και σε καλάθια!
Και μερικά, τα λιγοστά, τα πιο αδύναμα, θα γαντζωθούν με πείσμα από τα δέντρα, μια ύστατη ελπίδα,
να μην ξεκόψουν βάναυσα από τη μάνα.
Η περιπέτεια δεν τους ανήκει και τη φοβούνται.
Μα πρέπει, πρέπει να φύγουνε κι αυτά, να ακολουθήσουνε τη ροή των πραγμάτων.
Κανένα κλαδί δε δέχεται να τα ’χει πάνω του,
και τα τινάζει ο άνεμος, με δύναμη και ορμή.
Και με θυμό!
Κανένα πάνω στα κλαδιά, να αποκοπούνε πρέπει, να ελευθερώσουν το δεντρί για τον Χειμώνα.
Έχουν αποστολή βαριά και δεν το ξέρουν, μα θα τη μάθουν στην πορεία.
………………………………………………………..
Κάποτε, χάνονται οι χυμοί, γκριζάρουνε τα χρώματα,
Τα φύλλα τα χρυσόμορφα ξεράθηκαν και τρίφτηκαν,
ή τα ’πιασε η βροχή στο δίχτυ της και τα ’ριξε στις λάσπες, είναι βαριά, μουλιάζουνε, μυρίζουνε σαπίλα.
Και αποσύνθεση.
Κι όμως,… δε χάνονται!
Λίπασμα τώρα και τροφή θα γίνουν για τη γη και για τα δέντρα,
να ανταποδώσουν τη ζωή που είχανε κοντά τους, τόσον καιρό.
Κι όταν θα ’ρθει η άνοιξη, θα έχουν δώσει τους χυμούς για να φυτρώσουν στα κλαδιά καινούρια φύλλα, πράσινα.
Μόνο αυτά που οι άνθρωποι μαζέψαν, δε θα ξαναγυρίσουνε στη γη τη δύναμή τους.
Αυτά φωτίτσα φτωχικού σπιτιού θα έχουν ανάψει, για να ζεστάνουν τις καρδιές και να απαλύνουνε τη μαύρη την ανέχεια.
Πηγή ζωής γίνονται πάλι, τότε, εκείνα τα άχρηστα, τα πεταμένα, τα ξερά τα φύλλα.
Τα μουχλιασμένα, τα σαθρά. Τα πεθαμένα.
Τίποτα χωρίς νόημα!
Όλα έχουνε μια θέση και τη μεγάλη αξία τους μέσα στη φύση.
Και στη Ζωή!
Π. Μίλτου