ήσουν ο ένας και ο μόνος της ζωής μου.
Σου ’λειπε η «αγάπη σου»,
σ’ ένα ταξίδι μακρινό στον ουρανό
χωρίς επιστροφή.
Η αγκαλιά σου είχε άλλο χρώμα κι άλλη σημασία,
ήσουν ο άντρας του σπιτιού και ο προστάτης,
το χάδι σου τραχύ και τρυφερό μαζί,
το σφίξιμο στο στήθος σου
μια ασφάλεια μεγάλη.
Μου είπαν, με αγαπούσες, όσο κι εκείνη!
Μου είπαν! Όταν μεγάλωσα!
Μα εγώ δε θα θυμάμαι τίποτα ποτέ!
Στα όνειρά μου αναζητώ τις παρουσίες σας,
αυτά που είναι φυσικά για τους πολλούς.
Η φαντασία μου κι αυτή, παίζει παιχνίδια ελεύθερη.
Εικόνες καθημερινές για τόσους άλλους…
(Ο θηλασμός σε στήθος μητρικό,
δυο χέρια άγαρμπα να με πετούν ψηλά… )
Αχ, πώς να σου το πω, πατέρα μου,
πόσο μου λείπετε κι οι δυο!
Πόσο μου λείπει η δική σου σιγουριά!
Τα χέρια σου τα στιβαρά να με αγκαλιάζουν,
να ψάχνω στην παλάμη σου τη δύναμή σου,
με ένα θάρρος να γεμίζεις την ψυχή μου,
πως είσαι εδώ για μένα, ό, τι κι αν γίνει!
Αλίμονο, τα οράματα δεν έχουν τελειωμό,
μα δε θυμάμαι τίποτα σαν έρθει το πρωί.
Ήσουν ο τελευταίος που έσκυψε στην κούνια μου,
έρημη μ’ άφησες εκεί και πήγες στη μαμά.
Κι ύστερα ήρθε η κακία της ζωής κι ο στεναγμός,
που ατέλειωτος θα μείνει,
ώσπου να έρθω να σας βρω!
Π. Μίλτου