ΗΡΘΑ, ΕΙΠΕΣ… ΑΛΛΑ…
(Ένας εσώτατος διάλογος αλληγορικός- αόρατος…)
ΕΓΩ:…
Ήρθα , μου είπες, και ήταν σκοτάδι.
Η ψυχή μου έκλαιγε.
Θρηνούσε όλους κι όλα τα χαμένα.
Ήρθα, μου είπες, μα ήτανε αργά.
Μεσάνυχτα στο δώμα μου έγειρες.
Να με αγκαλιάσεις.
Να με φιλήσεις.
Να αλείψεις λάδι τις πληγές μου τις αμέτρητες.
Τα τραύματα στον πόλεμο για το καλό.
Μα εγώ κοιμόμουνα βαθειά.
Εξαντλημένη από την ερημιά που με κέρασες.
Από τα δάκρυα που μου έδωσες για χάρη,
Από τον κόπο και τον πόνο της ημέρας της απέραντης.
Χωρίς ήλιο.
Χωρίς χαμόγελο.
Χωρίς χαρά.
Μόνο έσερνα τα βήματα και μου έλεγαν κι άλλο.
Κι άλλο!
Εσύ… αντέχεις!
Κι άλλο!
Ήρθα, μου είπες, μα δε σε άκουσα.
Δε σε είδα.
Δε σε ένιωσα.
Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ τη στοργή σου.
Με άφηνες, όταν σε ζητούσα.
Μου φόρτωνες κι άλλο βάρος,
όταν πάλευα να ξεφορτωθώ το πρώτο.
Κι άλλο, μου φώναζαν οι καιροί.
Κι άλλο, κορόιδευαν οι συνοδοί του κόσμου.
Εσύ, αντέχεις!
Αντέχεις!
Κι άλλο! Κι άλλο! Μη σταματάς….
Εσύ, είσαι πλασμένος για μεγαλοσύνη.
Και εννοούσαν τα αγκομαχητά,
που η φτωχιά μου η ύπαρξη τα έσβηνε σε κάθε βήμα.
Πίσω μου, κάποιοι έσβηναν τα αχνάρια μου.
Ματωμένα ήσαν, κηλίδες αγνές, αθώες…
Κηλίδες αίματος, θυσίας…
Πίσω μου, κάποιοι, έσβηναν κι εμένα.
Η σκιά μου σε αγκάλιασε στον ύπνο της.
Αυτό που απέμεινε από τον κάματο!
Όχι εγώ!
Όχι!
Ήρθες!
Μα ήταν βαθύ το σκοτάδι και προσπέρασες.
Μία στιγμή απ’ το χάδι σου,
Γιατί δε μου φτάνει;
Θεέ μου!
Πού είσαι τώρα,
που αστραπές ξανάρχισαν να με φοβίζουν;
Πού είσαι, όταν με σκοτώνει η απόγνωση;
Πού είσαι;
Μίλα!
Θέλω να σε ακούσω!
Θέλω να σε αγγίξω!
Θέλω να σε νιώσω!
Ξέρω, δεν μπορώ να σε δω…
Δεν έχω μάτια άυλα να πιάσουν το αόρατο.
Μίλα! Μίλα μου!
Πες μου, γιατί προσπέρασες την ανημπόρια μου;
Πες μου!
ΕΣΥ:…
Ήρθα!
Με φώναξες, ψυχή, και ήρθα!
Εγώ!
Που ανοίγω τον ουρανό στη βροχή…
Που ανατέλλω τον ήλιο να φωτίσει τα πέρατα!
Που σωπαίνουν οι άνεμοι στο πέρασμά μου!
Που το κύμα ηρεμεί και τραγουδά με ψίθυρο μελωδικό.
Που δίνω τη ζωή, που επιστρέφω τη ζωή, που συνεχίζω τη ζωή!
Με φώναξες!
Και ήρθα!
Δεν άκουσες, που ήρθα;…
……………….
ΕΓΩ:…
Ναι, ήρθες!
Δυνατά!
Βρόντηξαν τα σύμπαντα με την ηχώ.
Ο κεραυνός σου με συντάραξε.
Λύγισαν τα γόνατα και η γη με δέχτηκε με κατανόηση.
Είμαι μικρή!
Και το βιολί μου ακούρδιστο.
Φταίει η βροχή από τα δάκρυα,
το φως μου σβήνει στο παράπονο…
Έπρεπε να έρχεσαι συχνότερα.
Έπρεπε!
Όταν λυγίζω, είναι αργά!
Σκύβω στο χώμα!
Δεν ακούω, δε βλέπω, δε μιλώ!
Μόνο μουσκεύω στη βροχή!
Το έλεός σου βρέχει αγώνα, Κύριε!
Αγώνα!
Όχι ανακούφιση!
Όχι!
Ήρθα, μου είπες, μα εγώ σε έχασα.
Θέλω να τελειώσει ο πόλεμος στα έγκατα.
Θέλω ηρεμία, θέλω γαλήνη, θέλω χαρά!
Μια ανακούφιση, μια ανάσα, μόνο!
Έλα!
Με δώρο την ειρήνη!
Με χάρισμα μια αγκαλιά…
Ζεστή, τρυφερή…
Πάνω σου η αγκαλιά!
Πάνω σου!
Έλα!
Και μείνε εδώ μόνιμα πια!
Να μην ξανάρθει το κακό.
Να μην ξαναβγεί η απόγνωση στους δρόμους.
Να μην και νιώσω ερημιά.
Να μην ξεχάσω τη μορφή σου.
Ήρθες!
Εσύ!
Η Αγάπη με τυλίγει με στοργή.
Μα το παράπονο με πνίγει ακόμα:
Γιατί;
Γιατί τόσος πόνος στην αυγή μου;
Γιατί τόσες μάχες σε κάθε μου βηματισμό;
Γιατί δε με άκουγες σαν φώναζα στις ράχες;
Γιατί με ξέχναγες πίσω, όταν βιαζόμουν;
Γιατί με έτρεχες, όταν σταματούσα κουρασμένη;
Γιατί με άφηνες στα έλη ακάλυπτη;
Χρόνια καρτερούσα να σε δω!
Χρόνια καλούσα την αλήθεια να νικήσει!
Γιατί με άφησες να περιμένω;
Γιατί άργησες τόσο;
Γιατί;
Π. Μίλτου (Συνεχίζεται…)