Χρειάστηκε το χιόνι, το κρύο και ένα απότομο τράβηγμα-τράνταγμα, για να με κάνουν να θυμηθώ πόσο εύθραυστη είμαι, πόσο αφάνταστα μηδαμινοί είμαστε όλοι μας.
Μια μονάχα στιγμή και όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Η έγχρωμη σελίδα της ζωής έγινε ασπρόμαυρη. Έσταξε ιδρώτα και αίμα.
Ο πόνος, σκέφτηκα, ο πόνος!
Μια μαχαιριά, πολλές σουβλιές στη μέση, στην πλάτη, στο κορμί το ανήμπορο, που χρόνια σέρνεται να στηρίξει την αξιοπρέπεια σε μια κλωστή λεπτή, ισχνή, αμφιλεγόμενης αντοχής.
Και, είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που σοκάρεσαι.
Επανέρχονται μνήμες από μήνες ολικής και αθέλητης ακινησίας, τότε… ΚΑΠΟΤΕ…
Κάποτε, που ενώ έτρεχες και εξυπηρετούσες όλους, μόνο για μια στιγμή λάθους, έμεινες παράλυτη… Τότε, που αβοήθητη από όλους σερνόσουν στα πατώματα, κυριολεκτικά, για να μπορέσεις να εξυπηρετήσεις το σαρκίο, το αδύναμο να συμμετάσχει στη δική σου βούληση, μα εσύ έπρεπε να το κάνεις να συρθεί για να ζήσει, χωρίς να παρακαλάς για ένα χέρι που δε σου έδωσαν, αυτοί που έπρεπε και μπορούσαν να το κάνουν.
Κάποτε… και τώρα…
Ο φόβος μπροστά στον πόνο, ο φόβος το τι επακολουθεί μετά τον πόνο, ο πανικός του «μήπως»…
Και τότε θυμάσαι, το εύθραυστο του ανθρώπου. Το εύθραυστο του εγωισμού του ανθρώπου. Το εύθραυστο της κακομοιριάς του ανθρώπου. Το εύθραυστο της ευγνωμοσύνης, όταν όλα ρέουν σωστά και θεωρούμε πως καλά τα καταφέραμε, καλά πράξαμε, καλά πορευτήκαμε… και ότι οι άλλοι μας οφείλουν τα πάντα ή φταίνε τα πάντα, ενώ εμείς είμαστε δικαιούχοι της κρίσης και της απαξίωσης όλων, εκτός από τον εαυτό μας φυσικά… Το απαράδεκτο της ντροπής μας μπροστά στο κουρέλιασμα μιας ξένης προσωπικότητας, έτσι, για να δείξουμε το… «μεγαλείο» μας. Το φρικιαστικό της αγένειας και της προσβολής κατ’ εξακολούθηση του άλλου ανθρώπου, έτσι, για ένα πείσμα, για να βγούμε εμείς οι αλώβητοι και ανεξέλεγκτα αλάνθαστοι και τέλειοι…
Η αποτρόπαια πράξη του να είσαι άνθρωπος και όχι Άνθρωπος. Σάστισμα!
Και τότε, θυμάσαι. Και ντρέπεσαι. Θυμάσαι έναν Στίβεν, τελείως κουρελιασμένο στο σώμα, ένα μπέρδεμα σκελετού και κίνησης ή μάλλον ακινησίας και μορφής οργωμένης από όσα ένιωθε και υπέφερε πάνω του. Ένα Στίβεν Χόκινς που μεγαλούργησε όσο κανείς, που έκανε τον πόνο εφαλτήριο για πρόοδο ασυγκράτητη σε δύσκολους τομείς της επιστήμης.
Και τότε θυμάσαι. Εκτός από αυτόν, που έλαχε να έχει βοήθεια, όνομα, σωστή στήριξη από μια προοδευτική Χώρα, υπάρχουν τόσες αόρατες και ανώνυμες ψυχές γύρω, που παλεύουν καθημερινά με τσακισμένο κορμί και κουρελιασμένη ψυχή από την απαξίωση των καθημερινών… συνανθρώπων και που κανείς ποτέ δε θα τις τιμήσει για κάτι. Αντιθέτως!... Θα κακοποιήσει πάνω τους ακόμα και τη ρανίδα αίματος που χύνουν οι πληγωμένες τους υπάρξεις.
Και τότε θυμάσαι!
Εκείνον, ΤΟΝ ΑΣΤΕΓΟ, που προσπάθησε να προστατευτεί από το κρύο κάτω από τη γέφυρα κι εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Με πόσες ατέλειωτες ώρες και χρόνια πόνου, με πόσο απέραντο άφωνο παράπονο, με πόση ασήκωτη οδυνηρή μοναξιά!
Ντρέπομαι… Πόσο έχω πονέσει, το ξέρω… Πόσο μου έχουν κουρελιάσει την αξιοπρέπειά μου πάλι και πάλι… το ξέρω… Πόσο έχει πονέσει ο κάθε άνθρωπος δίπλα μου… το υποψιάζομαι, όμως το βάθος της οδύνης του το αγνοώ.
Γιατί η κάθε οδυνηρή στιγμή έχει διαφορετικό παραλήπτη.
Εκείνο που με προβληματίζει περισσότερο είναι οι αποστολείς, εμείς που γινόμαστε αφορμή, αίτιοι, συνυπαίτιοι, αμέριμνα αδιάφοροι για κάθε πόνο που βαραίνει τις ξένες πλατούλες.
Και τις ξένες ψυχούλες ακόμα πιο πολύ…
Άνθρωπος!
Τι να περιγράψω, πώς να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου για την «πολιτισμένη»- απολίτιστη, αγροίκα, πρωτόγονη κοινωνία μας… τι να αισθανθώ; Μένουμε σε σύγχρονες πόλεις, σε σπίτια στολισμένα με χίλια μπιχλιμπίδια, περιφέρουμε τα πτυχία και την απέραντη ανοησία μας σε τίτλους και αυτό επαιρόμαστε για πολλά υπαρκτά και ανύπαρκτα. Αλλά, γιατί έχω την εντύπωση πως όταν ζούσαμε στις σπηλιές και ντυνόμασταν με τομάρια ήμασταν πιο ανθρώπινοι; Γιατί με βασανίζει η ιδέα πως τώρα, τα τομάρια τα ντύσαμε στις καρδιές μας και γίναμε οι ίδιοι άψυχα κορμιά, τριχωτά δίποδα τέρατα;… Έτσι, με απασχολεί μια σκέψη…
(Δε λέω ζώα, μακάρι να μοιάζαμε στην καλοσύνη των ζώων…)
Το άκουσα στις ειδήσεις, ανάμεσα στους δικούς μου πόνους και στη δράση του παυσίπονου και η ψυχή μου έκανε «κρακ»! Σουβλεροί πόνοι μέσα στην καρδιά μου με κάνουν και υποφέρω για το άλγος. Αυτό το απέραντο άλγος που συντροφεύει ανθρώπους, σαν εμένα, σαν εσένα, σαν το παιδί σου το αγαπημένο… Γιατί, ο όποιος άλλος άνθρωπος είναι εγώ είναι εσύ, είναι το παιδί σου… είμαστε όλοι μας…
Κοίτα, φίλε μου, εκτός από το σώμα, αυτές τις μέρες κάποιοι κατάφεραν να ξαναφέρουν στη μνήμη μου καταστάσεις απέραντης δυσκολίας της ψυχής. Όταν, για χάρη του εγωισμού του αδερφού ανθρώπου, κουρελιάζεις τη δική σου αξιοπρέπεια και κάνεις πως όλα βαίνουν καλώς. Για να νιώσει ευχάριστα αυτός που δεν μπορεί να δώσει τίποτα πουθενά εκτός από ατομισμό, σκληρότητα, κριτική, αναλγησία, όνειδος, απαξίωση… και ο κατάλογος της ντροπής μας δεν τελειώνει…
Τι να ένιωσε, άραγε, ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που έτρεμε και παρακαλούσε για λίγη ζεστασιά σε ώρες, που ακόμα και τα ζώα βρίσκουν καλύτερη αντιμετώπιση;
Πόσο πόνεσε το σώμα του, πόσο αφάνταστα σοκαριστικά σήκωσε η ψυχούλα του την ερημιά των απαράδεκτων ανθρώπων, αυτών που θα μπορούσαν, αλλά απλά… προσπέρασαν με ένα κούνημα της κεφαλής και μια φράση συνηθισμένη… «κρίμα». Κι όμως, θα μπορούσε να είχε γίνει ένα τηλεφώνημα… σε αρμόδιους… Και όμως…
Ο άνθρωπος… Ένα παιδί της γης… Μια αξία αδιαμφισβήτητη… Μια κουρελιασμένη δική μας ντροπή.
Ο πόνος του, ο πόνος του Στίβεν, ο πόνος μου… καμιά σχέση, καμιά σύγκριση. Μόνο σε τρεις λέξεις συγκλίνει η ουσία: Πόνος- αξιοπρέπεια- όνειδος…
Ο πόνος όλων κρύβει την αξιοπρέπεια της ύπαρξης. Προσπαθεί ως την τελευταία πνοή ο άνθρωπος, και το ζώο ακόμα, να σταθεί και να ζήσει. Το όνειδος της ντροπής ανήκει σε αυτούς που θεωρούν πως η δική τους ύπαρξη είναι ανώτερη, επειδή έτυχε να έχουν υγεία, δυνάμεις, ευελιξία στις δυσκολίες, βοήθεια/ες, ευκολίες…
Αυτές τις μέρες, η ψυχή και το κορμί μου σφαδάζουν. Για το σώμα υπάρχουν παυσίπονα, για την καρδιά όμως;
Ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ένα μέλος του δικού μας σώματος (αν λεγόμαστε ακόμα κοινωνία και όχι αγρίμια σε σπηλιά), το παιδί μια μάνας που κάποτε έκανε όνειρα για αυτόν… πέρασε στην αιωνιότητα με τέτοιον φρικτό τρόπο. Και πόσοι ακόμα…
Θεέ μου, μας άφησες ελεύθερους και γίναμε κυρίαρχοι της βλακείας και του εγωισμού μας. Και ενός ατομισμού χωρίς όρια.
Και, ναι, υπήρξαν στιγμές που και εγώ ήρθα αντιμέτωπη με διλήμματα μπροστά σε οργανωμένη επαιτεία, στο θράσος και στην ολοφάνερη ψευτιά… Κι εκεί ακόμα γύρισα σπίτι με ανησυχίες… Ποτέ δεν ξέρεις… Ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν ενήργησες καλά…
Όμως, οι βαριές περιπτώσεις της φτώχιας και οι άστεγοι, φαίνονται, επειδή τους συνοδεύει η αξιοπρέπεια. Δε ζητούν. Υποφέρουν… Σκύβουν το κεφάλι σα να μην υπάρχουν και προχωρούν σα να μην αξίζουν.
Αλήθεια, εμείς που… «αξίζουμε» μιας άλλης τύχης, έστω ενός ζεστού κρεβατιού και ενός παυσίπονου, μιας στοιχειώδους περίθαλψης ίσως, πως θα αντέξουμε τον πόνο της συνείδησης για την εγκατάλειψη τόσων άλλων απαξιωμένων και άγνωστων, αφανισμένων από το κοινωνικό στάτους, υπάρξεων;
Υπάρχει αριθμός τηλεφώνου, φίλοι μου, ναι…
Και θα μου πεις, μερικοί φεύγουν από τα άσυλα και ξαναγυρίζουν στα λημέρια τους. Αναρωτηθήκαμε όμως ποτέ το γιατί; Μήπως,… λέω μήπως, οι προσβολές και η αδιακρισία και η αγένεια των εχόντων την ευθύνη για τη φροντίδα των φτωχών, μήπως η απαξίωση που δέχτηκαν εκεί, τους έκανε να προτιμούν το θάνατο έξω στην παγωνιά παρά τη φοβερή συνεχόμενη ταπείνωση;
Το έχω νιώσει, γι’ αυτό το θίγω.
Όταν ο άνθρωπος, που είναι γεννημένος για πρίγκιπας του ουρανού, ταπεινωθεί υπέρ το δέον, όταν κουρελιαστεί η αξιοπρέπειά του αψυχολόγητα και κατ’ εξακολούθηση, προτιμά τη φυγή στο χάος… Προτιμά να κρατήσει έστω και λίγο αυτό που ο Θεός του έχει εμφυτεύσει μέσα του. Επειδή η ντροπή δεν είναι να μένεις στο δρόμο. Το αφόρητο της θλίψης είναι όταν σε πατάνε σαν σκουπίδι, ενώ ξέρεις καλά ότι είσαι το ίδιο άνθρωπος με όλους τους... τυχερούς έχοντες. Και αξίζεις τα ίδια δικαιώματα, τον ίδιο σεβασμό την ίδια ευγένεια, όσο και ένας βασιλιάς!
Πόνος αφόρητος στην ψυχή μου!
Αν δεν κατανοήσουμε το χάος μέσα στη δική μας ψυχή, θα καταστρέφουμε, θα μειώνουμε, θα ποδοπατάμε, θα πληγώνουμε, θα ξεσκίζουμε όποια άλλη ψυχή ή ζωή περνάει δίπλα μας. Και με χαμόγελο.
Προσπερνώντας τον πόνο, προσπεράσαμε και την ανθρωπιά μας…
Και καμαρώνουμε πίσω από μάσκες τάχα καλού και ευυπόληπτου πολίτη, αυτού που ποτέ… δεν έκανε κακό πουθενά…
Και η αδιαφορία, τι στο καλό είναι;…
Μήπως να γυρίσουμε πίσω, να ξαναδούμε με καθαρή ματιά τα λάθη που κάναμε εμείς και όχι οι άλλοι; Ίσως κάτι αντέχει ακόμα να διορθωθεί…
Πονάω και υποφέρω, αδερφέ μου, κι εγώ που δεν έκανα τίποτα. Απλά άκουσα την είδηση στην τηλεόραση, στη ζεστασιά του σπιτιού μου.
Ο πόνος της γης, ένας αχός που φτάνει τις νύχτες στα παράθυρά μου και με κρατά ξάγρυπνη να σκέφτομαι… Πόσο αδύναμη είμαι!
Μια ευχή, τίποτα άλλο… Τώρα που ο δικός μου πόνος αργοσαλεύει μέσα μου και με κρατά σε εγρήγορση, η ντροπή μου για τον δικό σου αφόρητο και ασήκωτο, αξημέρωτο πόνο είναι που με κάνει να λυγίζω! Συγγνώμη!
Πόλυ Μίλτου