πρωί- πρωί, χαράματα, έπαιζαν με το χιόνι.
Πόδια γυμνά, χωρίς σκουφιά, σκισμένα ρούχα φτωχικά,
και κάτασπρα τα μάγουλα, αυτάκια κατακόκκινα
ματάκια ανταριασμένα έτοιμα για πλημμύρα.
Εφτιάχνανε χιονάνθρωπους, ήθελαν δυο να είναι,
ο ένας ψηλός και δυνατός θα ήταν ο πατέρας
ο άλλος ο πιο στρουμπουλός περίμενε παιδί,
το τρίτο θα ’ταν, η αδερφή, που δε γεννήθηκε ποτέ,
γιατί η μαμά «κοιμήθηκε» στο πλάι του μπαμπά.
Όσο υπήρχε χιόνι, ήσανε τυχερά, θα είχαν γονείς κι αυτά.
Μα τις μπαλίτσες έτρωγαν κι αργούσανε πολύ,
θα τέλειωνε ο χειμώνας και δε θα καταφέρνανε
για να τους φτιάξουνε ποτέ.
Ήτανε που πεινούσανε κι είχαν να φάνε μέρες.
Τα πήρε το παράπονο κι έπιασαν κλάμα γοερό,
δεν ήξεραν τι ήθελαν, χιονάνθρωπο ή φαγητό;
Ακούστηκε μια πόρτα κι ο κύριος του σπιτιού
βγήκε να δει τι γίνεται, ο θόρυβος πολύς!
Σαν είδε τα παιδιά, κει μέσα στην αυλή του,
χωρίς να πάρουν άδεια, χωρίς να το σκεφτούν,
ξένο το σπίτι και όμορφο και η αυλή σαν πάρκο,
εκείνη τη βραδιά ετοίμαζε και πάρτι,
χαλούσαν τα παρτέρια του, πατούσανε τη γη του
και λάσπες άφηναν παντού με τις γυμνές πατούσες.
Τον φύλακα εφώναξε και με ουρλιαχτά τα έδιωξε,
έδωσε κι εντολή:
Εκείνα τα αλητάκια
να μη φανούν ποτέ ξανά στον όμορφο τον κήπο του
και του λερώσουν το ντεκόρ
με τα σκισμένα ρούχα τους και τα γυμνά τους πόδια!
Π. Μίλτου (θλιμμένη)
(Η υποκρισία των ημερών... Δεν αναφέρομαι φυσικά σε όλους. Αν ήθελαν όμως οι πλούσιοι να βοηθήσουν, θα ήσαν όλα καλύτερα. Ή όχι;)