με αγκαλιάζεις, με φιλάς, και με χαϊδεύεις, ίσως.
Όμως, μες στο βαθύ τον ύπνο μου,
τίποτα δεν μπορώ να αισθανθώ.
Μου είπανε να δέσω μια κλωστή,
να αγκυλωθεί επάνω σου πριν φύγεις,
σαν έρθει, το πρωί να την ακολουθήσω.
Όλη η γη μια αγκαλιά θα γίνει σήμερα!
Μα μόλις βρήκα την κλωστούλα μου κομμένη.
Δεν μπόρεσα να σε κρατήσω, να σε δω,
ούτε το άγγιγμά σου δεν αισθάνομαι και πάλι,
ούτε και το φιλί σου.
Κοίταξα τον ορίζοντα, ψηλά στον ουρανό,
αφήνω το μπαλόνι μου για σένα,
που με την κόκκινη κλωστή το έχω δέσει.
Αυτή που δε σε κράτησε και μού ’φυγες ξανά.
Για να σε δω, μια μέρα, άκουσα,
πρέπει να πάρω το γαλάζιο μονοπάτι,
αυτό που οδηγεί ψηλά στα σύννεφα.
Μα δε με αφήνει ακόμα ο Θεός,
είναι κλειστός ο δρόμος.
Κι εγώ απόμεινα και πάλι με λαχτάρα,
να περιμένω τη νυχτιά στον ύπνο μου,
να ’ρθεις, για να αγκαλιάσεις το παιδί σου!
Π. Μίλτου
(Μέρα αγκαλιάς σήμερα. Δεν έχουν, όμως, όλα τα παιδιά μια αγκαλιά.)