στο βάθος η ομίχλη σβήνει τις σκιές.
Ήλιε μου και φεγγάρι μου κι αστέρια μου,
κρυφτήκατε στα νέφη της ντροπής μας;
Σας μάγεψε η κακία της ημέρας;
Μην κι αντικρίσετε το φωτισμό το γήινο
και νιώσατε πόση κενότητα υπάρχει;
Οι άνθρωποι, όπου περνούν,
δημιουργούν ονείρατα (ή εφιάλτες),
μα σαν κοιτάς της γειτονιάς το πάρκο,
άδεια απομένουν τα παγκάκια και ρημάζουν.
Είναι οι ψυχές που δεν αντάμωσαν ποτέ
στη σιωπή τους ένα χάδι, μια καρδιά.
Περνώ απόψε στα στρωμένα μονοπάτια
από τα φύλλα που γυμνώνουν τα κλαδιά
στο σύριγμα του βόρειου ανέμου.
Και σιγοτραγουδώ για την αγάπη…
Ένα στιχάκι ξεχασμένο στους πολλούς,
ουρλιάζει σιωπηλά η ψυχή μου την αλήθεια
και προσπερνώ τις ερημιές και χάνομαι.
Πίσω, άδεια τα παγκάκια παραμένουν…
Το δίλημμα ταράζει την ψυχή μου…
Μη δεν απόμεινε άνθρωπος στη γη μας;
Πάω να κλάψω και κανείς δε θα μ’ ακούσει!
Πίσω, ο δρόμος... ερημώνει από νωρίς!
Π. Μίλτου