Ο θόρυβος της γης σταμάτησε, τους αφήσαμε όλους έξω.
Κανείς δεν μπορεί να αγγίξει τα βάθη του είναι μου τώρα.
Έγκλειστη η καρδιά μου στη θλίψη της,
φυλακισμένος ο πόνος μου μέσα σε κάθε ρανίδα αίματος.
Δε θέλω λόγια απόψε. Δεν αντέχω να ακούσω κανέναν,
η ξένη συμπάθεια δε μ’ ακουμπά, δε με φτάνει.
Συγχώρα με, ψυχή απαλή της φιλίας,
η ώρα της καρδιακής αιμορραγίας δεν είναι για σένα.
Όλο το βάρος μου το σηκώνω μόνη μου εγώ.
Με ταπεινώνει, με μηδενίζει, με σκοτώνει!
Πρέπει να βρω την ευκαιρία και να βουτήξω μέσα μου,
να αρχίσω πάλι τη συζήτηση με τα «έχω» και τα «είμαι».
Πρέπει να εκτιμήσω τα ερείπια,
αυτά που άφησαν πίσω τους οι τυφώνες της κακίας,
που με βασάνισαν σύγκορμη από όταν γεννήθηκα.
Η αδικία και η απονιά με έριξαν στο χώμα αμέτρητες φορές.
Κάθε φορά, μόλις περνάει η σκοτεινιά, εγώ σηκώνομαι.
Κάθε φορά χτίζω πέτρα- πέτρα όσα γκρεμίστηκαν μέσα μου και γύρω μου.
Κάθε φορά στέκομαι όρθια
και αντικρίζω κατά πρόσωπο τους άγριους ανέμους,
που σφυρίζουν ασταμάτητα στο νου μου.
Μου δέρνουν το πρόσωπο,
με φοβερίζουν με τα μουγκρητά τους οι κύκλωπες.
Με χτυπούν κατάστηθα τα βέλη της κατάμαυρης νύχτας.
Κι όμως, στάθηκα με το στήθος προτεταμένο και τους ώμους λεβέντικους,
τόσα ατέλειωτα χρόνια.
Όλοι με είπαν δυνατή και με προσπέρασαν.
Βράχος είναι αυτή, είπαν, μπορεί να σηκώσει κι εμάς πάνω της.
Και έριξαν στην ασθενική μου ύπαρξη ό, τι πιο σκληρό είχαν.
Καταπάτησαν κάθε μου δικαίωμα για ζωή.
Κανείς τους δεν ένιωσε πως κι ο βράχος θρυμματίζεται σιγά- σιγά,
μετά από τόσες αμέτρητες μάχες με τα στοιχειά.
Κανείς τους δεν ανέχτηκε να δει και τη δική μου πτώση.
Τώρα, ψυχή μου, έπεσες πάλι.
Είναι η ώρα που σε μαστίζουν οι θύελλες.
Και γύρω απέμειναν μόνο θρύψαλα από συντρίμμια.
Δεν μπορώ να ακούσω κανέναν τώρα. Δεν μπορώ να ανασάνω.
Η καρδιά μου αιμορραγεί και πάλι.
Πρέπει να δω τι γίνεται εκεί μέσα, πριν να ’ναι αργά.
Πρέπει να βρω με τι υλικό θα ξαναχτίσω τα όνειρά μου.
Απέμειναν μόνο τρεις πέτρες. Τρεις πέτρες κι ένας στύλος.
Τι μπορείς να κάνεις με αυτά, άραγε;
Αχ, πάρε μια ανάσα και σήκω. Ίσως βρεις και κάτι άλλο γύρω.
Δε θέλω να χαρεί η θύελλα ότι με έριξε κάτω. Θα με βρει όρθια!
Με τις τρεις πέτρες και τον ένα στύλο, αγκαλιά!
Και πού ξέρεις, μπορεί να τα καταφέρω και να τα ξαναχτίσω τα παλάτια μου!
Με τις τρεις πέτρες και τον ένα στύλο!
Ναι, θα το κάνω!
Π. Μίλτου