ΑΥΤΗ Η ΤΟΣΟ ΓΛΥΚΙΑ ΛΕΞΟΥΛΑ, ΑΠΑΛΑΙΝΕΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥΣ! Γι' αυτό αναρτώ και πάλι αυτό
το ποίημα.)
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ!
Ένας ταξιδευτής του κόσμου είμαι, τι νόμισες;
Ταξιδευτές με έφεραν στον κόσμο ένα πρωί,
μόνο που εκείνοι διάλεξαν τον δρόμο του ουρανού.
Και μ’ άφησαν πίσω στη γη μονάχη να διαβαίνω,
να μην μπορώ μια στάση να ‘βρω, ένα σταθμό,
όλα τα χρόνια της ζωής μου.
Κουράστηκα να περπατώ και να μη σταματώ ποτέ.
«Γιατί Θεέ μου;» ρώτησα μια μέρα.
Και η απάντηση μού ήρθε ακριβή,
με άλλον τρόπο.
Σήμερα, εκεί που έτυχα, χίλιες εικόνες είδα.
Όπου περνώ τα χρόνια μου, με άδειες τσέπες έρχομαι
και φεύγω με γεμάτες.
Παράξενα τα δώρα μου!
Ένα κομμάτι πυρετό,
το βογκητό και τον αχό των πονεμένων,
μια στάλα ιδρώτα, δάκρυα θλίψης.
Αίμα και φόβο και ουρλιαχτό και τρέμουλο καρδιάς,
μικρά χεράκια παιδικά να ικετεύουν την ειρήνη
και ροζιασμένα γέρων, να ψάχνουν για ψωμί…
όλους τους πόνους μάζεψα, όλη τη στενοχώρια,
σπάνια ψήγματα χαράς για να ξεκουραστώ.
Είναι αυτοί, οι λίγοι οι άνθρωποι,
που ξέρουν να σηκώνουνε τη λύπη του Θεού!
Μας έφτιαξε για τη χαρά και την αγάπη.
Μας βρήκε μες στο μίσος και στη σκοτεινιά.
Πόσο να αντέξει πια κι Αυτός;
Κι εγώ, λοιπόν, κατάλαβα πως είμαι από κείνους!
Μαζεύω τόσα χρόνια τη θλίψη του ουρανού,
μα τώρα απόστασα, ζητώ λίγο απάγκιο.
Και αισθάνθηκα πως κάθε μου φορά,
σαν πέφτει το βραδάκι,
όλα τα ξεφορτώνω πάλι εκεί,
στα πόδια Του μπροστά Του!
Αχ, δεν αντέχει η ψυχή του ανθρώπου,
να κουβαλάει τους καημούς του σύμπαντος.
Ένα συγγνώμη σκύβω να Του πω
για την αδυναμία μου,
που ούτε το βάρος μου δε θέλω να σηκώσω.
Γιατί κι αυτό δεν το μπορώ!
Συγγνώμη, Θεέ μου!
Θεέ μου,... συγγνώμη!
Π.Μίλτου