Φύλακες, μεριάστε, γνώριμη είμαι!
Πού κυλάς, αγάπη αιώνια,
με βελουδένια κίνηση;
Ποια είναι η άυλη Μορφή,
που κυβερνά την άκακη πορεία σου;
Αργά λικνίζεται στο κύμα
του πέλαου το ευαίσθητο σκαρί μου!
Αχ, πόσο θα ήθελα να ήμουν ανέμελη,
σ’ ένα ταξίδι ζηλευτό, γαλήνιο,
μόνο με όσους ξέρουν να νιώθουν.
Σιωπή στο δρόμο, δροσιά ο ζέφυρος,
το πυροφάνι άναψε στο φως του ουρανού,
τα σύννεφα χορεύουν ρυθμικά,
αντανακλάσεις αστεριών μες στο νερό.
Κοίτα, λοιπόν, έρχεται, έρχεται,
είναι το πιο όμορφο, το πιο σπουδαίο όνειρο,
η πιο γενναία ελπίδα!
Πέρνα απόψε, βαρκούλα μου,
στις γειτονιές των ανθρώπων να φτάσεις!
Φέρε στοργή και ανάσα χαράς στα κονάκια τους,
σκύψε στους φίλους κι αγαπημένους
στα μέτωπά τους να αφήσεις φιλί τρυφερό,
γλυκό ψιθυρισμό της ειρήνης!
Να χαμογελάσουν οι πονεμένοι στον ύπνο τους,
να ξεκουραστούν οι ψυχές!
Μη χαράξεις, ήλιε μου, τούτη την άδολη αυγή,
άσε να περάσει σιωπηλά η σκιά μου,
να μην τη δουν τα μάτια των εχθρών,
να μη με προδώσουν κι άλλο οι «φίλοι».
Βαθιά στον πάτο της βάρκας ξαπλώνω,
χωρίς πληγές να λήξει ετούτη η μάχη.
Στη λευκή αποβάθρα με περιμένουν οι άγγελοι.
Όταν αράξω εκεί,
θα ορθώσω και πάλι το κορμί μου στον άνεμο,
θα ανασάνω ελεύθερα την αλμύρα της νύχτας,
θα είμαι πια ασφαλής!
Μα έχω ακόμα ταξίδι!
Η αγάπη δεν τέλειωσε…
Περιμένουν ψυχές στα σοκάκια της γης!
Π. Μίλτου