(Σκόρπιες δικές μου αναμνήσεις από την τόσο παράξενη και ιδιότροπη ζωή μου…)
Όλοι ξέρουμε θεωρητικά, τι σημαίνει ρατσισμός σε κάθε του μορφή, όχι μόνο η φυλετική διάκριση, αλλά και η κοινωνική, η οικονομική, η διάκριση σύμφωνα με τη διαφορά φύλου, πολιτισμού, θρησκείας και όσα άλλα μπορεί κανείς να σκεφτεί ή να φανταστεί.
ΜΑ, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, γιατί τον έχω βιώσει στο πετσί μου και τον βιώνω ακόμα, κάθε φορά που θα τολμήσω να ξεμυτίσω στον «πολιτισμένο» μας κόσμο.
Όχι μόνο τώρα, για την ιδιότητά μου, για να μην κρυβόμαστε πίσω από δικαιολογίες. Πάντα διέφερα! (Όλοι διαφέρουμε πάντα!...)
Ήμουν ορφανή, ξέρεις, κι αυτό σήμαινε ότι δεν είχα, ή μάλλον, δεν έπρεπε να σκέφτομαι πως έχω τα ίδια δικαιώματα με τα «κανονικά» παιδιά, με όσα είχαν γονείς και δεν προέρχονταν από ορφανοτροφείο…
Ναι, τον ρατσισμό τον βίωσα, κι από τους ίδιους που με πήραν και ποτέ δε με είπαν παιδί τους. Το χωριατάκι, τι λες; Οι πλούσιοι «γονείς», που είχαν κάνει την καλή πράξη… Αυτοί ήσαν από σόι. Εμένα οι γονείς μου, ήσαν από χωριό, δεν άξιζαν και είχαν πεθάνει. (Κι εκείνοι, οι θετοί, από χωριά είχαν κατέβει κάποτε, αλλά, βλέπεις, είχαν πλουτίσει και είχαν ανέβει κοινωνικά)…
Ενώ τους δικούς μου, ούτε τους ήξερε κανείς (κι ας είχαμε ηρωική ιστορία και ρίζες καλές), οι δικοί μου γονείς αφανείς έζησαν, αφανείς πέθαναν, νέοι και φτωχοί. Κι από αυτούς τους αφανείς φτωχούς γονείς, ήθελα να έχω εγώ δικαιώματα; Να νιώθω το ίδιο με τα άλλα παιδιά; Α, πα, πα… Θράσος μεγάλο…
Ρατσισμό βίωσα και από τους συμμαθητές μου στο σχολείο, όλοι από «καλά» σπίτια, κι εγώ από «καλό» ήμουν, αλλά… δεν ήμουν κανονικό παιδί, με είχαν πάρει, βλέπεις… Ήμουν το «κακόμοιρο»…
Μια χρονιά πέρασα καλά, γιατί εξαιτίας κάποιου νόμου, έπρεπε να πάω σε πιο κοντινό, με το σπίτι μου, σχολείο. Εκεί ήσαν παιδιά από λαϊκά στρώματα, την εργατιά που λέμε, απλοί άνθρωποι, απλά παιδιά, ζεστές καρδιές. Εκεί, ναι, πέρασα καλά, αλλά τον επόμενο χρόνο, που επανήλθα στην «καλή» κοινωνία, ξανάγινα το.. «εκείνο που είχαν πάρει».
Λοιπόν, τον είχα γνωρίσει από μικρή το ρατσισμό! Και τον μίσησα σαν το χειρότερο εχθρό μου. Είπα: «Όταν γίνω δασκάλα, δεν πρόκειται να ξεχωρίσω κανένα παιδί ποτέ και για τίποτα!» Και, νομίζω, το κατάφερα ως τώρα, την τηρώ την υπόσχεσή μου. Τους το τονίζω συχνά στα παιδιά μου: «Για μένα δεν υπάρχει κανείς ανώτερος, κανείς κατώτερος. Όλοι είστε το ίδιο πολύτιμοι, το ίδιο σπουδαίοι και είστε όμορφοι, γιατί διαφέρετε. Ο καθένας έχει στην καρδιά μου τη δική του θέση, μπήκε εκεί από όταν τον γνώρισα και δε θα βγει ποτέ. Ο καθένας με τη δική του ιστορία, τα χαρίσματα, τα ελαττώματα, τις τρέλες του, το κάθε παιδί μου το όμορφο!!! Το μοναδικό και ανεπανάληπτο!!!»
Αυτά νιώθω εγώ για τα παιδιά μου και για όσους με πλησιάζουν.
Το τι λούζομαι εγώ, βέβαια, από τους πλησίον… είναι άλλο πράγμα.
Δύο περιστατικά θα τα αναφέρω, γιατί δεν πρόκειται να σβηστούν από το μυαλό μου ποτέ! Και γιατί θεωρώ ότι είναι γεμάτα νοήματα.
ΚΑΠΟΤΕ, λοιπόν, όταν πρωτοδιορίστηκα αναπληρώτρια ακόμη, σε κάποιο ακριτικό χωριό για να προλαβαίνω να πηγαινοέρχομαι Αλβανία, όπου συνέχιζα το έργο στην Ιεραποστολή, συνέβη να μην έχω τη δυνατότητα όπως παλιά, να πηγαίνω στα Γιάννενα για ανεφοδιασμό όποτε ήθελα. Πιο πολύ εννοώ τα είδη πρώτης ανάγκης και περισσότερο, το απαραίτητο σε μένα γάλα. Δεν έβρισκα τίποτα που να είναι σίγουρο στην ξένη γη και το κουτί- γάλα με είχε πειράξει. (Χρόνια έτρωγα κονσέρβες, ε, κάπου ο οργανισμός μου άρχισε να… με κλοτσάει!)
Σε εκείνο το χωριό κοντά στα σύνορα, υπήρχε ένα και μοναδικό μπακάλικο. Ένιωσα πως ήμουν τυχερή. Αχ, θα έβρισκα γαλατάκι φρέσκο και γιαουρτάκι και ως το Σαββατοκύριακο που θα είχα δυνατότητα να πάω στα Γιάννενα για αγορές, θα βολευόμουν. Χα! Δεν ήταν έτσι. Η κυρία που είχε το μπακάλικο, μόνο που με είδε, μου πούλησε ένα μικρό γάλα μόνο για εκείνη τη μέρα, με χίλια παρακάλια και ξινισμένο ύφος και μου δήλωσε κανονικότατα και χωρίς καμιά δόση ευσπλαχνίας ότι δε θα μπορούσε να μου ξαναπουλήσει τίποτα εμένα. Όλα… ήσαν καπαρωμένα, προαγορασμένα κλπ. Να μην κάνω τον κόπο να ξαναπάω… Δεν ξαναπήγα. Αναγκάστηκα όποτε μπορούσα, να πηγαίνω μεσοβδόμαδο απόγευμα στα Γιάννενα, να ψωνίζω και να ξαναγυρίζω πίσω το βραδάκι, γιατί είχα πράγματα για ψυγείο… Ποιο ψυγείο; Δεν είχαμε και κανονικό ρεύμα, άσε. Εκείνη τη χρονιά, μπορεί και να κοβόταν για ολόκληρο δωδεκάωρο. Γι’ αυτό τα ήθελα φρέσκα, για να καταναλώνονται γρήγορα. Με είχε πειράξει πάλι και το στομάχι και δεν μπορούσα να φάω παρά μόνο γάλα, γιαούρτι και ρύζι.
Τότε χτίζαμε και τη σκήτη, ένα μικρό χώρο για Μοναχές και έπρεπε να είμαι και εκεί, να επιβλέπω, άλλος μπελάς κι αυτός.
Θυμάμαι που, κάποια φορά, είχα τους σιδεράδες να δουλεύουν για δυο μέρες στην αυλή. Έρχονταν μόνο απόγευμα, που ήμουν εγώ εκεί και συνήθως τότε είχε ρεύμα, γιατί έπρεπε να τους ανοίγω το σπίτι για την πρίζα και να επιβλέπω.
Επειδή δεν είχα προλάβει εκείνες τις μέρες να πάω Γιάννενα, δεν είχα τίποτα για φαγητό, ούτε ρύζι, ούτε ένα γάλα, ούτε ένα γιαούρτι. Κι όλα τα άλλα χαλασμένα από τις διακοπές ρεύματος. Και την επόμενη το πρωί έπρεπε να πάω πάλι σχολείο και πάλι πίσω κλπ., ως συνήθως.
Διαδρομές ατέλειωτες, επειδή η κυρία μπακάλισσα δεν ήθελε να πουλήσει σε μια καλόγρια…
Τη δεύτερη μέρα, από την κούραση και την αφαγιά, ήμουν μόνο με έναν πρωινό καφέ και ένα τοστ από το σχολείο, κατέρρευσα κι εγώ και το στομάχι μου. Κάθισα στη σκάλα και διπλώθηκα στα δύο. Με είδαν οι άνθρωποι που δούλευαν και με λυπήθηκαν, άφησαν τη δουλειά στη μέση και, ενώ ήθελαν να τελειώσουν πιο πολύ για το δυσεύρετο ρεύμα, που τους είχε εκνευρίσει και τους είχε γεμίσει άγχος, με έδιωξαν για τα Γιάννενα. «Φύγε, δασκάλα, πήγαινε να φας κάτι, δε θα αντέξεις. Θα έρθουμε αύριο πάλι και θα τελειώσουμε.»
Ήρθα μες στη νύχτα στην Πατρίδα, έφαγα, κοιμήθηκα στα ζεστά και το πρωί πήγα ανανεωμένη σχολείο… Υπέροχα πράγματα!...
(Σημείωση, η κυρία εκείνη που δεν ήθελε να μου πουλήσει, επειδή ήμουν καλόγρια και όχι άνθρωπος, ανήκε σε μια οργάνωση έμαθα, που έκανε πολλά καλά έργα και φιλανθρωπίες και πήγαιναν και στην εκκλησία…)
Βιώνεις ρατσισμό; Έλα, σε νιώθω… ως μέσα στο πετσί μου!
Το αντίδοτο τώρα! Θες να δεις τι κάνει τη διαφορά;… Άκου!...
Κάποτε, τότε που ήμουν σε μια ενορία άλλη, μεγάλη, με μια εκκλησία που χωρούσε πολύ κόσμο και μόλις είχε ξεσπάσει η κρίση… Πηγαινοερχόμουν ακόμα Αλβανία, με μισθό κανονικό τώρα, όχι όπως παλιά. Αλλά με την κρίση, τα επιμίσθια, τα οποία η καημένη μόλις που τα πρόλαβα… εξαφανίστηκαν με το κόψε- κόψε και μετά κόπηκαν τελείως. Μετά… άρχισε να κόβεται και ο μισθός και εγώ είχα διπλά έξοδα, για εδώ, για τη σκήτη, για τα παιδιά, για το αυτοκίνητο… Πάλι δύσκολα… Ατυχία στη ατυχία…
Σε εκείνη την ενορία, λοιπόν, υπήρχαν και κάποιοι που στέκονταν στην πόρτα με απλωμένο χεράκι… Συνήθως, κάτι έδινα… Μου είναι άσχημο να βλέπω τόσο ταπεινωμένη την εικόνα του Θεού, ιδιαίτερα τα παιδιά… Και δεν είναι όλοι εκμεταλλευτές, πόσες ιστορίες κρύβονται πίσω από κάθε άνθρωπο, ούτε που ξέρουμε.
Υπήρχε ένας νεαρός άντρας, μελαχρινός, που ζητούσε. Ευγενικός. Κάποτε μου ζήτησε να του βρω ένα παντελόνι. Μου έδειξε τη φόρμα τη σκισμένη. Κατάλαβα. Ήξερα, τόσα χρόνια που άνοιγα δέματα, τι δίνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις. Τώρα, είχα πάψει να μεταφέρω δέματα. Ρώτησα κάποιους, αλλά δεν τα κατάφερα να του βρω τίποτα στο δικό του το νούμερο και ήμουν πολύ λυπημένη, όταν του το είπα. Κούνησε το κεφάλι και δεν ξαναζήτησε.
Μια κυρία μου είχε ζητήσει λίγο λάδι μια μέρα, δεν είχα λάδι ούτε για μένα. (Δεν είχα τίποτα πια για τους φτωχούς μου!) Της είπα να ζητήσει στην εκκλησία και μου είπε ότι της είχαν αρνηθεί. Αχ! …
Μια από εκείνες τις μελαγχολικές Κυριακές, λοιπόν, πήγα στην εκκλησία με βαριά καρδιά. Δεν είχα ούτε για κερί.
Όταν τον είδα τον άνθρωπο στην πόρτα, πόσο λυπήθηκα.
«Δεν έχω, τίποτα σήμερα, συγγνώμη, δεν έχω ούτε για κερί», του είπα.
Ξέρετε τι έγινε;
Με πήρε από πίσω, ως μέσα στα κεριά με έφτασε, με παρακαλούσε με τεντωμένο το χέρι του να δεχτώ τα λίγα σεντς που μόλις του είχαν βάλει στο χέρι και επαναλάμβανε συνέχεια τα ίδια! «Πάρ’ τα, τώρα μου τα έδωσαν. Εσύ μου έχεις δώσει τόσες φορές. Πάρε να ανάψεις το κεράκι σου σήμερα.»
Είχα σοκαριστεί. Με το ζόρι τον έπεισα ότι θα άναβα κεράκι και θα έλεγα στο νεωκόρο να πληρώσω την άλλη Κυριακή. Έτσι κράτησε τα λεφτά του και ηρέμησε.
Εγώ δεν άναψα κερί, ντρεπόμουν. Τη φτώχια μου; Την αθλιότητά μου; Το ασύγκριτο μεγαλείο που μόλις είχα συναντήσει σε έναν άνθρωπο, που δεν του είχα βρει ούτε ένα παντελόνι…
Κι έπειτα, τολμάμε και μιλάμε για ρατσισμό και αμπελοφιλοσοφίες…
Κάποτε, λοιπόν, μου συνέβησαν αυτά…
Και το ρατσισμό τον βιώνω ακόμη. Παντού! Και στην εργασία μου! Και, εκείνο που με πικραίνει και με εκνευρίζει συγχρόνως, είναι όταν νομίζουν οι δήθεν «φίλοι» ότι κρύβονται πίσω από δικαιολογημένες προφάσεις για την άθλια συμπεριφορά, σε θεωρούν χαζό και νομίζουν ότι δε θα καταλάβεις πόσο σε περιφρονούν, σε κοροϊδεύουν, σε κουτσομπολεύουν και σε «θάβουν» πισώπλατα. Δεν τους έχει μάθει κανείς ότι ο άνθρωπος νιώθει; Και ότι όλα μαθαίνονται;
Εγώ το δηλώνω δημοσίως, βίωσα και βιώνω σεβασμό και ανθρωπιά από εκείνους που κανείς δεν περιμένει!
Και από ανθρώπους, τους οποίους θα περίμενα να σέβονται περισσότερο τον άνθρωπο, γιατί καμώνονται τους μορφωμένους και πολιτισμένους, άσε... Μεγάλη πίκρα!!!
Για τους ρατσιστές δεν είσαι άνθρωπος, φίλε μου! Είσαι τα ρούχα σου, η θρησκεία σου, τα λάθη σου, η ιδιοτροπία σου, η αδυναμία σου, το σώμα σου, οι κινήσεις σου… Καλό δε βρίσκουν πάνω σου ποτέ!
Μήπως σου θυμίζουν όλα αυτά και τίποτα ίντριγκες εδώ μέσα, κάτι κρίσεις κι επικρίσεις του τύπου «τι κάνει αυτός και τι ο άλλος;», κοροϊδίες, προσβολές, απαξίωση, βρίσιμο…
Πιστεύω ότι μας φταίνε όλα στον άλλο, γιατί ακριβώς είναι διαφορετικός. Μα πάντα θα είναι! Με τα λάθη του, τα πάθη του, τις ιδέες του, την ομορφιά του, τις επιτυχίες του…
Ειλικρινά, σε έναν κόσμο πολιτισμένο, με ανθρώπους που δηλώνουν κοινωνικοί, φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, ανοιχτά μυαλά και δεν ξέρω τι άλλο, σε μια κοινωνία που όλοι φωνάζουν για δικαιώματα και αλληλεγγύη, φιλία, φροντίδα, αγάπη προς όλους… θα περίμενε κανείς η λέξη «ρατσισμός» να μην υπάρχει ούτε σαν μνήμη. Ή, έστω, σαν ανάσα κάποιων προηγούμενων καθυστερημένων κοινωνιών, να βρίσκεται στα πιο σπάνια λεξικά με τις απαρχαιωμένες έννοιες…
Και να μη χρειάζεται να μιλάμε πια για διαφορετικότητα και τέτοια, αφού θα είχαμε κατανοήσει, επιτέλους, ότι κανείς, μα κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον, ούτε ακόμα και οι δίδυμοι.
Δυστυχώς! Οι άνθρωποι… παραμείναμε ίδιοι… Τόσοι αιώνες, τόσοι αγώνες, τόσοι νεκροί, ένας Εσταυρωμένος και ο Παύλος που, επειδή δεν κλείστηκε στο μικρόκοσμό του, αλλά η αγάπη του απλώθηκε σε όλη τη γη, χαρακτηρίστηκε απόστολος των Εθνών,… ένας Νέλσον Μαντέλα, ένας Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, μια Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, μια Μαρί Κιουρί, ιερείς, επιστήμονες, γιατροί, συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί κι άλλοι καλλιτέχνες σπουδαίοι, αθλητές, ακτιβιστές…
Τόσοι αγωνίστηκαν στο «τότε», και όλοι φωνάζουμε στο «τώρα» και καθημερινά τα λέμε και τα ακούμε. Αλλά,… παραμένουμε απελπιστικά ίδιοι. Τραυματίζουμε ψυχές, οδηγούμε άλλους στην απελπισία, ίσως και στο θάνατο… Τι κρίμα!...
Εγώ, όμως, ελπίζω! Ελπίζω! Ελπίζω!
Και πιστεύω στην Αγάπη!!!
Σήμερα, λοιπόν, Πέτρου και Παύλου θα ευχηθώ χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν το όνομά τους και θα κλείσω με την παγκόσμια διακήρυξη από το τόσο σπουδαίο στόμα του αποστόλου των Εθνών:
«Δεν υπάρχει Ιουδαίος, δεν υπάρχει Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα, γιατί όλοι είσαστε ένας εν Χριστώ Ιησού» (Προς Γαλάτας Επιστολή, κεφ. 3 στ. 28)
Όλοι είμαστε ένας!!! Όλοι!!!
Κι ας είμαστε διαφορετικοί! Στο χρώμα, στην πατρίδα, στη θρησκεία, στον πολιτισμό, στις προτιμήσεις, στα γούστα…
Όλοι είμαστε διαφορετικοί! Όλοι!!!
Μα, αυτό ακριβώς το διαφορετικό, είναι που κάνει τον καθένα μας σπουδαίο, σπάνιο, μοναδικό, υπέροχο!!!
Εξακολουθώ να βιώνω τον ρατσισμό σε κάθε μου βήμα…
Αλλά,… εγώ πιστεύω στην αγάπη και στην κατανόηση!!!
Π. Μίλτου