Νομίζεις πως δεν ξέρω τι συμβαίνει;
Είσαι η καρδούλα της καρδιάς μου, το ξεχνάς;
Πώς θα μπορούσα να σε λησμονήσω;
Όπου κι αν πας,
πώς θα μπορέσεις να κρυφτείς από εμένα;
Όταν σε έφερε ο άνεμος στο σκαλοπάτι μου,
δεν ήξερα ακόμα την υπόστασή σου,
δε γνώριζα πως ήσουν τόσο ντελικάτο.
Το μόνο που ένιωσα ευθύς ήταν αγάπη!
Και πως δεν είχαν δύναμη τα όμορφα φτερά σου,
βαρύς χειμώνας σού τα τσάκισε για πάντα
και αστραπές σε κυνηγήσανε στο άπειρο.
Δεν ήξερα! Μα η ψυχή μου είδε μέσα σου αμέσως,
έγινες ένα στα όνειρά μου τα πικρά,
πλήθος λουλούδια άνθισαν στο πέρασμά σου!
Το άγγιγμά σου βελουδένιο, απαλό,
βλέμμα παιδιού, ανάσα αθώου βρέφους,
ζεστή ψυχή, οράματα σπουδαία και μεγάλα!
Γι’ αυτό και σε πληγώσανε βαθιά οι σειρήνες,
σε καταδίωξαν με μίσος στα σκοτάδια σου,
σε τρόμαξαν οι καταρράκτες του αβέβαιου,
τσακίστηκες από τη θλίψη των γενναίων.
Όμως εγώ δε θα σ’ αφήσω, να το ξέρεις!
Όπου κι αν πας, το χέρι μου θα απλώνω,
να συγκρατώ την άυλη ύπαρξή σου,
να περπατώ για σένα μες στα νεφελώματα,
να φοβερίζω τα θηρία πριν σιμώσουν!
Καρδούλα της καρδιάς μου, να θυμάσαι,
πόσο απίθανα ξεχωριστό είναι το είδος σου!
Για τα σπασμένα τα φτερά να μη λυπάσαι,
που δεν πετούν ελεύθερα ψηλά,
γιατί αλλού έχεις εσύ την ομορφιά σου,
εκεί που λάμπει το ανέσπερο το φως,
στο κάθε κύτταρό σου η αλήθεια,
κρυφή η δύναμή σου, των ηρώων γένος!
Ψυχή περήφανη, όλοι λυγίζουνε συχνά,
προνόμιο των σοφών με σάρκινη καρδιά,
να θλίβονται με τη θολούρα της ομίχλης
και ν’ ανασταίνονται και πάλι απ’ τα συντρίμμια!
Έλα και πάλι στο κατώφλι μου μια μέρα,
έχω φυλάξει νέκταρ, να θυμάσαι,
τον οίνο των θεών που δυναμώνει,
για να πετάξεις λεύτερα μετά!
Εσύ θα υπογράφεις τα όνειρά σου
κι εγώ θα σου ισιώνω τα φτερά!
Ελεύθερη ψυχή των εποχών,
είσαι η καρδούλα της καρδιάς μου, σου το λέω
όπου βρεθείς, όπου κι αν πας, όπου σταθείς,
ευαίσθητο, ξεχωριστό, μοναδικό,
εγώ θα καμαρώνω!
Π. Μίλτου
(Αφιερωμένο στους ανθρώπους, που πληγώθηκαν από τη ζωή και σηκώνουν το δυσβάστακτο σταυρό ανίατης, ίσως και οδυνηρής ασθένειας)