Εκτός από δασκάλα, που έτρεχα σε σχολείο στα σύνορα και γύριζα με ιλιγγιώδη ταχύτητα να προλάβω τα ΙΕΚ στη γείτονα χώρα και μετά να συνεχίσω ατέλειωτες ώρες με τα δωρεάν φροντιστήρια Ελληνικών της Μητρόπολης εκεί. Και μετά να έχω να προετοιμάζω μαθήματα για την επομένη και να διορθώνω.Και μετά να σκεφτώ να ξεχωρίσω τις βοήθειες.Και μετά να σκεφτώ όλο το Σαββατοκύριακο, την κατήχηση, τη χορωδία, τα δωράκια, τα παιχνίδια, τις εκπλήξεις για τα παιδιά...
Πριν τσακιστώ στην υγεία μου από διαρκείς υπερκοπώσεις και καταντήσω τελείως άχρηστη ακόμα και για μένα, έπρεπε να εργάζομαι καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα περίπου είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές τύχαινε να μην προφταίνω να κοιμηθώ καθόλου... γιατί δεν τον λες ύπνο αυτόν του μισάωρου.
Επίσης, είχα ξεχάσει για χρόνια ολόκληρα τη λέξη διακοπές και γιορτές. Γιατί, όταν τα παιδιά ήταν πιο ελεύθερα, γιορτές και καλοκαίρια, εγώ γύριζα σαν σβούρα...
Φιλάσθενη ήμουν πάντα. Κανονικά, όσοι με ήξεραν γνώριζαν καλά πως δεν άντεχα πέρα από τέσσερις ώρες εντατικής δουλειάς. Και όμως άντεξα 17 ολόκληρα χρόνια χωρίς σταματημό.
Πέρα από όλα αυτά, έπρεπε να στέκομαι και ψυχικά όρθια. Να προλαβαίνω την προσευχή. Να έχω ώρα να σκεφτώ τον Θεό μου και να συζητάω μαζί Του. Να βρίσκω μέσα μου τον εαυτό μου και να προσπαθώ να παραμείνω άνθρωπος...
Δύσκολο. Κάποτε κοιμόμουν στην προσευχή εκεί που άρχιζα. Κάποτε είχα κοιμηθεί ακόμα και όρθια και κόντεψα να πέσω. Ναι, όπως το ακούτε. Κάποτε δεν έκανα καθόλου γιατί ξεραινόμουν εκεί που βρισκόμουν.
Με όλα αυτά, παρόλο που χαιρόμουν την αγάπη και την ανοιχτή μου αγκαλιά σε όλους, είχα δυο παράπονα μέσα μου.
Δεν ήμουν σωστή Μοναχή. Δεν έκανα τίποτα από όσα έκαναν οι άλλες στα Μοναστήρια τους. Πήγαινα σπάνια, όταν μπορούσα, για λίγο και ζήλευα. Εκεί, ήταν όλες ντυμένες με ράσα ατσαλάκωτα, όμορφες σαν άγγελοι. Έψελναν και ταρακουνιόταν η κτίση. Έβγαινε η αδερφή να θυμιάσει και γέμιζε αρώματα παραδείσου το σύμπαν. Όλα με γέμιζαν κατάνυξη και δέος.
Κι εγώ η καημένη, σαν τον ζήτουλα, έπαιρνα μερικά ψίχουλα ευλάβειας, ανάτασης ψυχής, φυγής σε όμορφους κόσμους, ονειρευόμουν πως κάποια μέρα... και γύριζα πάλι στα χάλια μου...
Μπα. Τίποτα, έμεινε όνειρο... Κι εγώ να κοιμάμαι στην προσευχή.
Και τότε διάβασα το περίφημο: "Εγώ κοιμάμαι και η καρδία μου αγρυπνεί"από το περίφημο "Άσμα Ασμάτων"
Το ένα μου όνειρο, πάει, δεν έζησα ποτέ σε ένα ονειρεμένο περιβάλλον... να ευωδιάζει λιβάνι και να λειτουργούν ακατάπαυστα αγγελικές υπάρξεις. Προσπαθώ εναγωνίως, όμως, να μάθω τι θα πει να συντονίζεται η καρδιά σου με την καρδιά του Θεού σε κάθε της χτύπο. Είτε κοιμάσαι είτε ξυπνάς να είσαι ένα μαζί Του. Ακόμα αυτό προσπαθώ...για να μη χρειάζομαι χώρο και χρόνο. Να Τον βρίσκω παντού!
Τώρα, ας πω και το δεύτερο παράπονό μου.
Η καμπάνα είναι αυτό το δεύτερο.
Μεγάλωσα, ξέρετε, σε μια μικρή πόλη. Τότε, εκεί, η καμπάνα χτυπούσε κάθε μέρα πρωί, απόγευμα (εκτός άλλων εκτάκτων). Χτυπούσε η καμπάνα και η εκκλησία είχε πάντα όρθρο και εσπερινό. Ο παπάς ήταν πάντα στην ώρα του, στη θέση του. Είχε ανοιχτή την εκκλησία στο ωράριο που έπρεπε (και ήταν αρκετά εξαντλητικό)από 7- 12.30 το πρωί και από 3.30 - 7 το απόγευμα περίπου. Τον έβρισκες εκεί. Όταν τέλειωνε η ακολουθία ήταν στο γραφείο ή στην εκκλησία. Και ήταν πάντα εύκαιρος για όλους της ενορίας του. Τους γνώριζε όλους κι ας μην πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία ή καθόλου. Πήγαινε όμως ο ίδιος στα σπίτια που μάθαινε πως είχαν ανάγκη ή για παρηγοριά ή για χαρά. Όταν χτυπούσε η καμπάνα το πρωί ξέραμε όλοι πως κάποιος μας σκεφτόταν συνέχεια και αναφερόταν για μας στον Θεό, όσο εμείς ήμασταν στο σχολείο ή στις ασχολίες μας. Όταν χτυπούσε το απόγευμα ήταν σαν να ακούγαμε ένα καληνύχτα για όλη τη γη...
Ήταν κάτι συνηθισμένο να την ακούμε πρωί βράδυ.
Το σπίτι μου βρισκόταν στα όρια δύο ενοριών και περισσότερο κοντά σε μια εκκλησία. Άκουγα λοιπόν και τις δυο καμπάνες.
Μετά από χρόνια ήρθα Γιάννενα. Εκεί που έμενα ήταν δυο βήματα πιο πέρα μια εκκλησία. Πώς τύχαινε, πάντα κοντά σε εκκλησία να μένω. Κι όμως, η καμπάνα εδώ ήταν μια διαφορετική πραγματικότητα. Χτυπούσε μόνο στις Λειτουργίες και πάντα χαμηλά για να μην ενοχλήσει πολλούς. Το συνήθισα. Η πίκρα μου ήταν άλλη. Όταν ήταν ανοιχτή η εκκλησιά πέρα από μέρες μιας Λειτουργίας, έβλεπα ερημιά. Καμιά φορά μπορεί να συναντούσα τον νεωκόρο, σιωπηλό και άκεφο, κατσούφη και γκρινιάρη. Καμιά μυρωδιά λιβανιού μέσα. Αερισμένος καλά ο χώρος, αφημένος στη μοναξιά του. (Δεν υπήρχαν αρκετοί ιερείς για μόνιμη παρουσία σε όλους τους Ναούς, έτσι μου είπαν.)
Όταν πήγα Αλβανία... ήξερα πως έμπαινα σε ένα επίσημα άθεο κράτος. Εκεί όμως υπήρχε ένα παράδοξο. Άκουγα πρωί απόγευμα να χτυπά η καμπάνα. Αλλά, όταν αναζήτησα ακολουθία εκτός γιορτής, ξαφνιάστηκα. Κανείς. Και η εκκλησία πολλές φορές κλειστή. Μου είπαν πως οι καμπάνες χτυπούσαν από τον καιρό που ξανάνοιξαν οι εκκλησιές και μετά. Ποιο το νόημα; Κάτι σαν ρολόι μου έμοιαζε. Όμως πέρα από το πρώτο μου θρησκο-πολιτιστικό- πολιτισμικό μου"σοκ", κατάλαβα πολλά...
Εκεί είχαν ακόμα πιο μεγάλη έλλειψη ιερέων που έτρεχαν παντού και δε σταμάταγαν. Έτρεχαν για βοήθεια για χίλια δυο πράγματα, σε χωριά και κατσάβραχα και σπίτια φτωχικά.
Η καμπάνα ήταν απλά μια φωνή να θυμίζει πως η ορθοδοξία είχε αναστηθεί στις καρδιές και ήταν παρούσα για κάθε ανάγκη του κόσμου. Όλου του κόσμου. Όποιοι κι αν ήταν, όπου κι αν πίστευαν. Μου θύμιζε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη όλο αυτό. Μια ανοιχτή τεράστια αγκαλιά.
Κάποτε, με το αυτοκίνητό μου, χρειάστηκε ανάμεσα σε τόσα άλλα να μεταφέρω και μια καμπάνα για ένα εκκλησάκι χωριού. Χαρά που είχα, σαν σκέφτηκα τα χαμόγελα όσων την άκουγαν ξαφνικά να χτυπάει στον τόπο τους μετά από τόσα ατέλειωτα χρόνια κλειστές εκκλησιές.
Και όταν χτίστηκε η Σκήτη, αναγκάστηκα να μεταφέρω ξανά μια καμπάνα μόνη μου, με το αυτοκίνητό μου, και για την εσωτερική εκκλησούλα των κελιών. ήταν η δική μου καμπάνα. Έτσι νόμισα τότε. Αν ξέρατε πώς έκανα...
Δεν μπόρεσα να λειτουργήσω ποτέ το εκκλησάκι μου. Δεν μπόρεσα να τη χτυπήσω για μένα. Αλλά, σε πείσμα όλων, το βράδυ της Ανάστασης, φωταγωγούσα την Σκήτη και έβαζα άνθρωπο (γιατί εγώ έψελνα με τα παιδιά στην ακολουθία)να τη χτυπάει μαζί με τις υπόλοιπες, τις μεγάλες της εκκλησιάς... Αυτό μόνο. Τις άλλες μέρες και ώρες του χρόνου ήταν απλά εκεί βουβή και παραπονεμένη.
Κάποτε, λοιπόν, έληξε όλο αυτό. Επέστρεψα στη χώρα μου με πολλές πληγές ψυχής και σώματος....
Εδώ η καμπάνα χτυπάει μόνο τις Κυριακές ή μεγάλες γιορτές αν έχει λειτουργία. Τότε ανοίγει και η εκκλησιά γιατί είναι χωριό. Στην πόλη, εκτός από ορισμένες ενορίες, τα ίδια. Τις άλλες μέρες;
Και ξαφνικά, έρχεται ένα Πάσχα που απαγορεύεται να ακουστεί τελείως ο ήχος της στις γειτονιές...
Παγωνιά και μελαγχολία στις ψυχές όσων την είχαμε συνηθίσει.
Αλλά... αλλά... έχω και μια αντίρρηση για τις τόσες φωνές τις οργισμένες. Δε χτυπά η καμπάνα, δε θα ζήσουμε Πάσχα, λένε.
Όχι. Δεν είναι έτσι. Δεν είναι. Γιατί δεν είναι η καμπάνα το Πάσχα. Δεν είναι η καμπάνα η Ανάσταση. Ο Κύριος αναστήθηκε σιωπηλά, χωρίς να τον πάρουν είδηση. Έσπασε τις σφραγίδες του τάφου. Άφησε τους στρατιώτες άφωνους από το σοκ. Πέρασε από πόρτες κεκλεισμένες. Συνάντησε τους δικούς του, στα δώματα, στην παραλία, στους δρόμους.
Όλα τα πιο πάνω τα έγραψα για να διαμαρτυρηθώ σε όλο αυτό το χάος. Για να κατανοήσουμε πως ο Θεός δε χρειάζεται μια καμπάνα και έναν τόπο για να μπει στις ψυχές και τα σπίτια να γιορτάσει μαζί μας την Ανάστασή Του.
Εκεί που έζησα κάποτε, σε χωριά που έτρεξα να σηκώσω Ανάσταση βοηθώντας τους ιερείς, δεν είχε ακουστεί καμιά καμπάνα για χρόνια. Έζησα όμως συγκλονιστικά γεγονότα!
Εκεί που έζησα, είχα μια καμπάνα πάνω από το κεφάλι μου που δε χτυπούσε. Που δε λειτουργήθηκε ποτέ!
Εκεί που έζησα, η καμπάνα της κεντρικής εκκλησιάς χτυπούσε στην πόλη, σαν ρολόι και όχι για να φωνάξει κανέναν σε προσευχή.
Εδώ που ζω η καμπάνα χτυπούσε τις Κυριακές και πολλοί κοιμούνταν πάλι. Μιλάω για τους χριστιανούς όχι για όσους δεν είναι.
Εδώ που ζω η καμπάνα χτυπούσε τις Πασχαλιές για να μαζεύεται πλήθος αμέτρητο με αναμμένες λαμπάδες έξω από την εκκλησιά σαν έθιμο, και μετά να μένουν για την Ανάσταση "τρεις και ο κούκος". Όλοι έτρεχαν μετά τη δωδεκάτη να φάνε...χωρίς να δουν την Ανάσταση...
Μετά το "Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν...", έφευγαν τρέχοντας οι "χριστιανοί" εχθροί του για να φάνε. Κι αν τολμούσες ας έλεγες λέξη... Η μαγειρίτσα κρύωνε και τα αυγά έπρεπε να τσουγκριστούν. Έτσι, για το καλό...
Τώρα, δε θα χρειαστεί. Θα είμαστε στο τραπέζι... στην ώρα μας.
Τώρα, ο Θεός επέτρεψε να φάμε το Πάσχα χωρίς διλήμματα.
Τι θα φορέσουμε, ποιος θα κρατήσει την πιο in λαμπάδα, τι χτένισμα , τι παπούτσια... την πεθερά που θα έρθει, το σόι του(της), τα έξοδα, την γκρίνια και τα δώρα του νουνού.
Τώρα, μας νοιάζει και εστιάσαμε στο χτύπημα της καμπάνας. Δεν επιτρέπει ο Θεός. Κάποιο μήνυμα είναι όλο αυτό. Μήπως είναι καιρός, λέω, αντί να ασχολούμαστε με τους ήχους, τους θορύβους και τις φανατισμένες αντιδράσεις, να ψάξουμε μέσα μας; Μήπως αυτή η φωνή σώπασε για λίγο για να συγκλονιστούμε; Να νιώσουμε πώς είναι να μη θυμάσαι τον Θεό τις όμορφες μέρες;
Γιατί ο Θεός, φίλοι μου, δεν είναι το ζητιανάκι μας που κάθεται έξω στο χαλάκι της πόρτας κι αν Τον θυμηθούμε, θα Τον καλέσουμε. Κάποιες μέρες, λίγες ώρες, ορισμένες φορές. Μόνο αν ακούμε την καμπάνα... Κι αν όχι; Δε μας ακούει αλλιώς;
Ζει Κύριος Παντοκράτωρ. Μα είναι Βασιλιάς. Δεν ανέχτηκε ίσως τη συμπεριφορά μας την υποκριτική, του να θεωρούμε πως είμαστε εμείς που Του ορίζουμε το ωράριο που θα μας επισκεφτεί.
Λοιπόν, έγινε κι αυτό. Δε θα χτυπήσουν οι καμπάνες.
Κι εγώ σκέφτομαι πως σε ώρες κρίσης ή πολέμου, όταν χάνονται λαοί, δε σκέφτεσαι τους ήχους της χαράς σου. Κοιτάς με κάθε κόστος να σώσεις κόσμο. Με το μικρό μου μυαλό σκέφτομαι πως η καμπάνα ορίζει την ώρα και το κάλεσμα. Οπότε, σίγουρα θα είχαμε κάποιους ανεγκέφαλους (και μη μου πείτε πως είστε σίγουροι για όλους) που θα έτρεχαν να συγκεντρωθούν έξω και να κάνουν γιούρια μετά μέσα. Θα μου πείτε πως αυτό μπορεί να γίνει έτσι κι αλλιώς. Ναι.
Αλλά, αν γίνει τώρα, δε θα έχει ευθύνη κάποιος άλλος εκτός από τους ίδιους, για ό,τι μπορεί να συμβεί.
Η καμπάνα θα ακουστεί και πάλι, αδέρφια. Το πιστεύω.
Το θέμα είναι πως σε εκείνο της το νέο κάλεσμα, θα έχουμε συνέλθει από τον ατομισμό και τις ιδιοτροπίες μας; Θα έχουμε ξεφύγει από άσκοπους φανατισμούς; Θα έχουμε αγαπήσει και θα έχουμε νιώσει πιο πολύ το πόσο μας έλειψε η εκκλησιά μας; Σαν ορθόδοξο αντάμωμα αγάπης και εσωτερικής ένωσης με τον Θεό και μεταξύ μας και όχι σαν αφορμή κουτσομπολιού και κατάκρισης ή έθιμου για το καλό;
Αχ, η καμπάνα μου! Την άφησα πίσω. Δεν τη χάρηκα ποτέ, Μόνο την κουβάλησα. Την άφησα και έφυγα.
Αλλά, δε μου λείπει. Ακολουθώ τα βήματα Άλλου.
Κι Εκείνος δε δυσκολεύεται από κλειστές πόρτες, τοίχους, σύνορα και σιωπές... Εκείνος εισβάλει ολοφώτεινος και Αναστημένος σε κάθε σπίτι όπου Τον καλούν μυστικώ τω τρόπω...
Λοιπόν, γνώμη μου είναι, ας βάλουμε όλοι πλάτες να αποφύγουμε το διχασμό, τις αναστατώσεις, τους τσακωμούς.
Αυτό δε δείχνει καμιά εσωτερική πνευματική ζωή. Δείχνει επιπολαιότητα και προσπάθεια να αποδείξει κάποιος πόσο καλός χριστιανός είναι (σε σύγκριση με τους άλλους;)
Αν διαβάσουμε προσεκτικά τα Ευαγγέλια των Παθών, θα δούμε τον Ιησού μόνο. Χωρίς οπαδούς. Έξω μαινόταν ο όχλος. Ο όχλος ήταν οι εχθροί που έκραζαν εναντίον του.
Ήταν αυτοί που πριν λίγες μέρες Τον δόξαζαν...
Ο όχλος δεν είναι οι δικοί Του.
Κι ας μη βρίζουμε ο ένας τον άλλο για πουλημένο και ας μη βγάζουμε συμπεράσματα.
Πώς ξέρεις, ρε φίλε ορθοδοξότατε των οθοδόξων, αν αυτός που εσύ βρίζεις δε χύνει δάκρυα ενώπιον του Θεού καθημερινά για όλη τη γη και πόσο τον ακούει ο Θεός; Πώς ξέρεις τι σύνδεσμο μυστικό έχει ο καθένας μέσα του με τον Θεό; Πώς εξακολουθείς να κρίνεις και δεν το θεωρείς ντροπή;
Είναι αλήθεια ότι εσύ πιστεύεις τόοοσο; Χωρίς να αγαπάς;
Κατηγορώντας άλλους, πιστεύεις ότι πλησιάζεις τον Θεό;
Τότε, απλά έχεις κρυφτεί πίσω από τους τύπους και βρήκες ευκαιρία να... αυτοδοξαστείς.
Όσο για τις καμπάνες και το Πάσχα και την Ανάσταση...
δεν υπάρχει χωροχρόνος, φίλοι μου για τα πνευματικά γεγονότα... Μπορούν να συμβούν όποτε θέλει ο Θεός. Μπορούν να σημάνουν και αργότερα οι καμπάνες και να πανηγυρίσουμε τότε ενωμένοι μέσα στην αγάπη και το φως όλοι μας.
Δεν είναι ώρα για διχασμούς και ελαφρότητες.
Υπομονή, εσωτερική εργασία, συζήτηση με τον Θεό μας. Κι Εκείνος ξέρει. Παρακολουθεί τα πάντα. Και επιτρέπει ή όχι καταστάσεις. Όλο αυτό μήπως είναι ένα μήνυμα;
Ας Τον αφήσουμε να αναστηθεί με τον τρόπο που διάλεξε ο ίδιος φέτος στις ψυχές και στα σπίτια μας!
Γιατί, αν δεν επιτρέψει κάτι Αυτός, τίποτα δε γίνεται...
Καλή μας δύναμη!
Και τελειώνω με τους στίχους του ανεπανάληπτου Γιάννη Ρίτσου, έτσι, για μια λογοτεχνική πινελιά:
"Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση.
Τοῦτο τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας"
Copyright © Πόλυ Μίλτου