Δεν ήξερα τότε τι είχε συμβεί!
Τους έψαχνα πάντα!
Γελούσα για να έρθουν!
Δεν έκλαιγα για να μη λυπηθούν!
Περίμενα νύχτα, περίμενα μέρα,
λαχταρούσα ζεστή αγκαλιά!
Δεν έρχονταν, όμως!
Μεγάλωσα και γελούσα ακόμα.
Δεν ήρθαν ποτέ!
Τα ρούχα μου είχαν όλα τα χρώματα!
Ο κόσμος μου γκρίζος τριγύρω.
Βροχή, συννεφιά,
σκιές φοβερές δίχως φως!
Μα όπου κι αν πήγαινα,
μια ιδέα ξεπρόβαλλε ο ήλιος,
να δει το χαμόγελο,
-το είχε ανάγκη κι αυτός!...
Γλυκό, τρυφερό και μεγάλο.
Στο διάβα μου οι άνθρωποι ήσαν χαρούμενοι,
κρατούσανε πάντα μια δική μου στιγμή,
το βλέμμα το αθώο,
το ανέμελο ύφος
την πλατιά μου καρδιά.
Μεγάλωσα κι άλλο, έγινα ώριμη πια,
χαμόγελο σκόρπισα και χρώμα σε όλους,
περίμεναν πάντα τη δική μου χαρά,
γαλήνη, ελπίδα, ένα λόγο καλό.
Κι εγώ τους περίμενα πάντα!
Μα δεν ήρθαν ποτέ!
Το χρώμα των ρούχων μου
αισιόδοξη νότα,
ανακούφιση σε κάθε αγωνία και πόνο.
Ανάγκη ψυχής!
Έδωσα- πήραν και έδωσα- πήραν!
Μα για μένα ο κόσμος είναι γκρίζος ακόμα.
Δεν τολμώ να μιλήσω!
Δεν θαρρώ να ’βρω κάτι!
Δεν περιμένω κανέναν για να ’ρθει!
Κλειστές οι ψυχές και τα χρόνια μου πέτρινα.
Η καρδιά μου άφαντη έγινε,
έχει μπει μες στην κρύπτη του βάθους,
γύρω όλοι είναι ξένοι, αδιάφοροι.
Μη μιλήσεις, σιώπα!
Μη σκεφτείς την αγάπη!
Δεν έχεις δικαίωμα!
Δε θα έρθει κανείς!
Περιμένεις φαντάσματα!
Είσαι μόνο χαμόγελο,
είσαι μόνο ένα χρώμα
στον απέραντο κόσμο, τον γκρίζο!
Η καρδιά μου πετρώνει στην έλλειψη!
Της τα πήρανε όλα!
Κόσμος λίθινος
κι εγώ ένα χρώμα!
Περιμένω ακόμα,
μα δε θα ’ρθουν, το ξέρω!
Δε θα έρθουν ποτέ!
Κι εγώ απόμεινα μόνη εδώ,
ένα χρώμα και ένα χαμόγελο!
Έχει ανάγκη ο κόσμος
να παίρνει χαρά!...
Π. Μίλτου