Είμαι παιδί του φθινοπώρου. Γεννήθηκα Φθινόπωρο.
Όχι Σεπτέμβρη, όχι. Ούτε Οκτώβρη με τους ήρωες. Εγώ γεννήθηκα όταν η φύση είχε κάνει πια καλά τη δουλειά της. Όταν όλα ξεράθηκαν.
Νοέμβρη γεννήθηκα με τα κλαδιά ολόγυμνα και έτοιμα να ντυθούν άλλη στολή, λευκή και παγωμένη.
Τότε που τα χρώματα τα τρελά του πρώτου χορού των φύλλων χάνονται και απαλαίνουν σε αποχρώσεις του γκρι και του καφέ.
Τότε που το ξεροβόρι δε σε αφήνει να ξεμυτίσεις ακάλυπτος και που όλα ησυχάζουν και ανασαίνουν μέσα στις φωλιές τους.
Μεταξύ φθινοπώρου και χειμώνα γεννήθηκα. Ίσως αυτό να έχει μια σημασία.
Η αλήθεια είναι πως αγαπώ πολύ κάθε εποχή.
Ο χειμώνας μου αρέσει τρελά με τα Χριστούγεννά του, τα λαμπιόνια και τα έλατα και τα παιδάκια να λένε τα κάλαντα. Σίγουρα είναι δύσκολη εποχή, όμως η ελπίδα στο αύριο θυμίζει πως η ζωή δε χάθηκε. Η ελπίδα πως οι παγωνιές και τα χιόνια θα λιώσουν μια μέρα, το νεράκι θα γεμίσει τις πηγές και εκεί που δεν υπήρχε τίποτα, ένα χλοερό βλασταράκι θα ξεμυτίσει να χαρεί τον κόσμο.
Αγαπώ ιδιαίτερα την Άνοιξη. Με κάνει και ζωηρεύω και βγάζω από μέσα μου τον κρυφό αληθινό μου εαυτό, ένα παιδί ασυμμάζευτο που ζητά τη χαρά και τις ζουζουνιές. Α, ναι, ποτέ μου δε μεγάλωσα τόσο, το ομολογώ, που να μη χαίρομαι τα όμορφα καψόνια, τις τρελίτσες, τα μπαλόνια και τις μαλακές καραμέλες βουτύρου.
Μου αρέσουν οι πεταλούδες και τα μπουμπούκια. Μου θυμίζουν έντονα τα παιδιά της καρδιάς μου τα αμέτρητα και τους νέους που ονειρεύονται τη φυγή σε όμορφους κόσμους.
Και το καλοκαίρι μου αρέσει. Όχι τόσο η ζέστη. Πάνω από τριάντα με ενοχλεί, το τονίζω.
Μου αρέσουν τα βουνά τα κατάφυτα, γιατί σε ένα τέτοιο δάσος απροσπέλαστο είναι χτισμένο το χωριό μου που ποτέ δεν το έζησα. Αλλά και η θάλασσα μου αρέσει, επειδή κοντά της μεγάλωσα και πλατσούρισα από νήπιο στα κυματάκια της.
Όλα καλά, αν θες να βρεις σε κάθε εποχή τη χαρά σου.
Όμως, παρ’ όλα αυτά, είμαι παιδί του φθινοπώρου. Με όλη τη σημασία της φράσης.
Όχι, δε μου αρέσει η μελαγχολία ούτε η αποσύνθεση. Δε μου αρέσει που οι θόρυβοι λιγοστεύουν και η νύχτα μας αφαιρεί το φως μιας μεγάλης μέρας.
Ούτε οι βροχές μου αρέσουν. Αυτές πια, που όλα τα λασπιάζουν και τα λερώνουν με νευριάζουν αφάνταστα.
Και ο καιρός που ψυχραίνει με ενοχλεί, γιατί πάντα με έλεγαν κρυουλιάρα και ήθελα να είμαι στα ζεστά.
Τότε;
Τότε… πώς να το πω…
Κάτι συμμαζεύεται μέσα μου σαν αρχινά η αλλαγή στη φύση. Κάτι μου μυρίζει κάστανα και καρύδια και βατόμουρα και μουσταλευριά. Κάτι με τραβάει προς την πόρτα ενός σπιτιού. Ενός σπιτιού που… δεν υπάρχει. Δεν πρόλαβε να τελειώσει, απόμεινε με τους τοίχους του αγριεμένους, με τα παράθυρα ανοιχτά στους αέρηδες, με την πόρτα κλειστή, σφαλισμένη από αγριοβατσινιές και αγράμπελη.
Σε αυτό το σπίτι προσπάθησα πολλές φορές στο παρελθόν να βρεθώ και κάθε φορά που νόμιζα πως θα το βρω να με περιμένει, συνάντησα τη σιωπή και την ερημιά. Κι όμως, με τραβούσε η λαχτάρα. Να βρω εκεί κάτι. Δεν ήξερα τι. Να ακούσω κάτι, μια φωνή, το όνομά μου. Να αισθανθώ μια παρουσία να με υποδέχεται γελαστά.
Τίποτα. Κάθε φορά και χειρότερα. Και όλοι να με κοιτάζουν με οίκτο και φόβο. Και μια αποδοκιμασία για την ανήκουστη επιμονή μου να ψάχνω για φαντάσματα μιας άλλης εποχής, τότε, που ακόμα υπήρχαν, αλλά εγώ δεν ένιωθα ότι θα φύγουν και θα μου λείψουν για πάντα.
Ήμουν μωρό. Τι καταλαβαίνει ένα μωρό από θάνατο;
Μέσα βαθιά μου αυτό το σπίτι ποτέ δεν το ξεπέρασα. Κι ας μην έζησα εκεί ούτε ως το φθινόπωρο, αφού οι εποχές δε με πρόλαβαν στην αγκαλιά τους για πολύ. Ίσως για αυτό μου λείπει τόσο πολύ το φθινόπωρό του.
Εγώ ονειρεύομαι αυτό το σπίτι κάθε φθινόπωρο.
Η ψυχή μου λαχταρά να φτιάχνει εικόνες φανταστικές, εκείνες που δεν έζησε και που θα της λείψουν για πάντα.
Σκέφτομαι να είναι τελειωμένο, να έχει ζωή και φωνές. Να πλησιάζω στο κατώφλι του και να μυρίζω στο νοτισμένο μας κήπο τα παράξενα λουλούδια του χωριού μας. Εκείνα που δε φυτρώνουν πουθενά αλλού. Να τρώω και μια γλίστρα στα βρεγμένα τα φύλλα από την κληματαριά τις κερασιές και τις καρυδιές μας. Να τινάζομαι από τις λάσπες και να τραβάω ένα δυο βατόμουρα από τη βατσινιά για να τα πλύνω στη βρύση της παράγκας που έχουμε για τα ξύλα του χειμώνα.
Περπατάω νοερά τώρα με περισσότερη προσοχή για να μη με μαλώσεις.
Είσαι πολύ νοικοκυρά, μου είπαν. Δεν άφηνες ποτέ λερωμένα τα παιδιά σου, τα είχες πάντα με καθαρά ρουχαλάκια να λάμπουν την πάστρα μιας φτωχιάς αξιοπρέπειας. Θα πρέπει να σκουπίσω καλά τα σκαρπίνια μου να μη βρομίσω το ξύλινο πάτωμα και τις στρωμένες κουρελούδες.
Η πόρτα ανοίγει φιλικά καθώς αγγίζω το χερούλι και στα ρουθούνια μου έρχονται μυρωδιές από χειροποίητο τραχανά που βράζει στη χύτρα και πίτες. Πολλές πίτες. Ήσουν, μου είπαν, χρυσοχέρα σε όλα σου.
Πηγαίνω να ξεντυθώ και να βγάλω τα λασπωμένα παπούτσια και μετά έρχομαι με λαχτάρα να σε συναντήσω.
Η γωνιά αναμμένη.
Αυτή είναι η κουζίνα του φτωχικού μας.
Και, καθισμένη στο σοφρά με τα ροζιασμένα σου χέρια (μετά από τόσα χρόνια, είσαι πια κανονική γριούλα) ανοίγεις φύλλο για τη μανιταρόπιτα που θα φτιάξεις για τη μεγάλη σου ‘αγάπη’. Εκείνον!
Είναι στο βουνό τώρα, ο αγαπημένος σου. Κι αυτός παππούς.
Είναι στο δάσος και σαν ειδικός μαζεύει τα καλύτερα μανιτάρια και μερικά από αυτά θα τα μαγειρέψει μετά ο ίδιος. Είναι καλός μάγειρας. Κι εσένα σε αγαπάει όσο και τη ζωή του. Πάντα σε ξεκουράζει όσο μπορεί. Σε τιμάει και σε σέβεται.
Καθώς στέκομαι στο κατώφλι της κουζίνας μια γλυκιά θαλπωρή με τυλίγει στο μέσα μου. (Αυτή η θαλπωρή είναι ο λόγος που αναζητώ αυτές τις στιγμές στην ψυχή μου.) Ένα μικρό ματσάκι με κυκλάμινα και φθινοπωρινές γαλάζιες μαργαρίτες είναι το δώρο μου για σένα.
-Γεια σου, μαμά, αυτά είναι για σένα. Γιορτάζεις σήμερα…
Δε με άκουσες. Δεν κινήθηκες. Δεν ήρθες να με αγκαλιάσεις. Δε μου χαμογέλασες. Δε μου απάντησες να ακούσω τη φωνούλα σου, που μου έχουν πει ότι ήταν γλυκιά σαν του αηδονιού.
Έσβησαν όλα.
Ποτέ δε θα σε ακούσω, δε θα σε αγγίξω, δε θα με αγκαλιάσεις, δε θα μου χαμογελάσεις. Ποτέ δε θα ζεσταθεί η ψυχή μου στη θαλπωρή του σπιτιού μας. Ποτέ δε θα γυρίσει ο πατέρας από το βουνό.
Εξαφανίστηκαν οι μυρωδιές από τον τραχανά και τις πίτες.
Απόμεινα όπως κάθε τέτοια μέρα με άδεια αγκαλιά, άδειες αισθήσεις, άδεια καρδιά. Κι όπως πάντα την περιμένω αυτή τη μέρα που υποδέχεται το φθινόπωρο για να σου φέρω το δώρο μου νοερά.
Παγώνουν οι ώρες. Σκοτεινιάζουν οι μέρες.
Κι εγώ πάντα λαχταρώ έστω για μια μέρα να μπορούσα να ήμουν εκεί, στο σπίτι μας, με σένα γριούλα, με τη γλυκιά θαλπωρή που καμιά δύναμη δεν μπορεί να αναπαραστήσει σε μια παγωμένη καρδιά. Και να περιμένουμε τον πατέρα- παππούλη να γυρίσει από το βουνό με την αγκαλιά του γεμάτη μανιτάρια και φρούτα του δάσους.
-Γεια σου, μαμά, γιορτάζεις σήμερα!
Να είσαι αναπαυμένη στην αγκαλιά του Θεού. Μη με ξεχνάς!
Εγώ έβαλα το όνομά σου υπογραφή σε όσα αισθάνεται η ψυχή μου!
Η μνήμη σου να είναι αιώνια!
Copyright © Πόλυ Μίλτου