σιωπή, σκοτεινιά, ερημιά κι ένας φόβος.
Στην άβυσσο νιώθεις βαθιά να έχεις πέσει,
εφιάλτης φαντάζει η κάθε στιγμή.
Πώς θα ’βρω το δρόμο, πού πρέπει να πάω;
Κι αν τύχει εχθρός, φαντάσματα, δράκοι;
Ψυχή μου, κρατήσου, δε χάθηκαν όλα!
Νεράιδα της νύχτας με αστέρια λαμπρά,
φανάρι έχει φτιάξει, φεγγάρι υψώνει,
το φως της σκορπίζει σκοτάδια, θεριά.
Δεν έχει πολλά και μεγάλα κεριά,
δεν έφερε εστίες φωτός δυνατές.
Εκείνο το άμοιρο, το μικρό το φανάρι,
έχει κάνει παράξενα τη νύχτα ημέρα.
Με μόνο ένα φως, κι ας είναι τρεμάμενο,
μεγάλη είσαι δύναμη και ελπίδα χρυσή.
Αν βγεις στα σκοτάδια τη νύχτα, να ξέρεις,
και μην το ξεχάσεις,
το κερί σου να ανάψεις!
Νεράιδα- βασίλισσα, φώτισέ μου το δρόμο
και μετά, απ’ τα αστέρια σου χάρισέ μου το ένα!
Μόνο ένα μού φτάνει για να γίνω το φως!
Όταν πέσει η βραδιά στην παράξενη γη μας,
θα βγω να φωτίσω τις καρδιές των ανθρώπων!
Κι αν βγούμε πολλοί, τότε μέρα θα γίνει
και ψηλά στο στερέωμα θα λάμψει ο ήλιος!
Π. Μίλτου
(Όταν ένας άνθρωπος του πνεύματος σηκώσει το φως του ψηλά, μπορούν να συμβούν χιλιάδες θαύματα! Έτσι πιστεύω!)