Όταν κάθε σου ελπίδα καταστρέφεται,
νιώσε πάλι παιδί, μόνο έτσι θα επιβιώσεις.
Αν, κάποτε, ήσουν στη ζεστή αγκαλιά μιας μάνας,
στις στιβαρές τις πλάτες του πατέρα σου,
πιο εύκολο θα είναι να ανανεωθείς εσώτερα.
Αν, όμως, δυστυχία σου μεγάλη, και μου μοιάζεις,
λυπάμαι, θα στο πω στα ίσια κι ας πληγώσω.
Ακόμα και αν γεμίσει η ψυχή σου αθωότητα,
όλα χαμένα, πουθενά ζωή, κανείς τριγύρω.
Υπάρχει μόνο ο άδειος κόσμος, ξεραΐλα,
τρομακτικός και σκοτεινός και απειλή.
Πάρε μια κούκλα στα χεράκια της καρδιάς σου
-αυτή να γίνει η αγκαλιά σου η ψυχρή-
και φτιάξε εσύ το φως που θα αστράψει,
να βρεις το δρόμο που οδηγεί σε μια ιστορία.
Μα μην κοιτάξεις μες στη λεπτομέρεια.
Αν θα προσέξεις τους ανθρώπους κατά λάθος,
πώς κανακεύουν τα δικά τους τα παιδιά
και πώς σου φέρονται εσένα σαν σκουπίδι,
μπορεί και να πνιγείς απ’ τους λυγμούς.
Καλύτερες οι νεραϊδούλες των ονείρων σου.
Περπάτα συνεχώς να μη θυμάσαι τις πληγές,
από εκείνους που έχουνε πλαστά χαμόγελα
και σε σταυρώνουνε κρυφά με δόλιο τρόπο!
Το παραμύθι που θα ζεις με φαντασία,
ίσως να σε κρατήσει στη ζωή σου δυνατό!
Αχ, πόσο σε πονέσανε, καρδούλα μου,
κι ούτε που αισθάνονται ποτέ τους ενοχές!
Περπάτα να προλάβεις τη ζωή σου…
Έχεις κι εσύ τη θέση σου στη γη!
Το παραμύθι σου να ζεις κι ας είναι πονεμένο.
Ίσως μια μέρα,… συναντήσεις τη χαρά σου!
Copyright © Πόλυ Μίλτου