Δεν ξέρω πώς να το πω.
Φοβάμαι.
Είναι κάτι βραδιές που ξυπνώ ιδρωμένη.
Είναι κάτι ώρες που με πληγώνει η σιωπή.
Η σιωπή του κόσμου.
Κοιμούνται τα σπίτια τρέμοντας.
Είναι κάτι λεπτά της ώρας που ανασαίνω βαριά.
Με κυκλώνει ο ψίθυρος των ανθρώπων.
Όλοι με βλέμματα πόνου. Κοιτάζουν έναν χαμένο ορίζοντα.
Αναστενάζουν και αρνούνται να ονειρευτούν.
Φοβάμαι.
Είναι κάτι στιγμές που οσμίζομαι θάνατο. Νομίζω πως υπάρχει παντού. Μια τρέλα καταστρέφει τη γη. Ένα κακό.
Πεθαίνουν τα πουλιά και τα δέντρα. Πεθαίνουν οι ελπίδες.
Φοβάμαι.Και δε μιλώ.
Σε ποιον να το πω; Όλοι κρέμονται στο δικό μου χαμόγελο.
Περιμένουν μια λέξη χαράς.
Έχουν κι άλλους να πορεύονται και ανησυχούν μαζί τους.
Φοβάμαι.
Και εγώ... δεν έχω κανέναν.
Η δική μου ζωή, πνοή παγωμένης άνοιξης
κι ενός φθινόπωρου χιονισμένου.
Με έβαλες να στυλώνω ρημάδια και να κλείνω ρωγμές.
Αλλά, τη δική μου ψυχούλα ποιος τη νιώθει;.
Με ξέχασες;
Φοβάμαι. Φοβάμαι, σου λέω. Φοβάμαι.
Ήρθα να σε βρω και να σε αγγίξω και πάλι.
Πώς ξεχάστηκα χρόνια να τρέχω για ανούσιες έννοιες;
Πώς το ξέχασα το δικό Σου, το απαλό άγγιγμα;
Ολοζώντανος και γλυκός προχωρούσες στο πλάι μου με ευγένεια. Διακριτικά.
Δε με ενόχλησες ποτέ. Σε ξέχασα. Αόρατος έγινες μέσα μου.
Μα τώρα με τράνταξε ο σεισμός της χωματένιας μας ύπαρξης.
Και θυμήθηκα. Θυμήθηκα. Θυμήθηκα...
Εγώ έχω Εσένα. Εσένα...
Τα χέρια Σου που με έπλασαν με φροντίδα. Θυμάσαι;
Όταν φοβάμαι, πάρε με αγκαλιά. Άσε με να κρυφτώ εκεί και να μη με νοιάζει.
Όταν φοβάμαι, άσε με να σε αγγίζω.
Είμαι εγώ. Με αγαπάς;
Σε αγγίζω να νιώσεις τον τρόμο της γης.
Μέσα από μένα... είμαστε όλοι εδώ!
Και φοβόμαστε, Κύριε... Φοβόμαστε όλοι...
Αγκάλιασέ μας, να ηρεμήσει η πλάση!
Σε αγγίζω και πάλι.
Σε νιώθω!
Είσαι εδώ! Δε φοβάμαι!
Copyright © Πόλυ Μίλτου