28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018, ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΩΡΑ 7 Μ.Μ. ΣΤΟ Papillons cafe, ΜΠΑΦΡΑ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Κάποτε,
ήταν ένας βάλτος που σάπιζε αργά- αργά και γέμιζε την περιοχή με μόλυνση και κινδύνους.
Κάποτε, πολλές χιλιάδες άνθρωποι κυνηγήθηκαν από εχθρούς, κινδύνεψαν, σκοτώθηκαν, κατακρεουργήθηκαν, είδαν δικούς τους να πεθαίνουν με τρόπους ιδιαίτερα φρικιαστικούς. Όσοι απέμειναν, έτρεξαν όπως ήσαν, έτρεξαν με την ψυχή στο στόμα να σωθούν και να σώσουν τα παιδιά και τους γέρους τους.
Όσοι τα κατάφεραν και δεν κατέληξαν στο δρόμο της φυγής, ξεριζώθηκαν για πάντα.
Ήξεραν! Άλλαζε η ζωή τους! Δεν κουβαλούσαν σχεδόν τίποτα, εκτός από τα ξεσκισμένα κουρέλια τους και τα πλήθη των τραυμάτων στο σώμα, αλλά προπάντων στην ψυχή. Αυτά, της ψυχής, δεν επουλώθηκαν ποτέ, γιατί οι μνήμες αρνούνταν να ξεχάσουν την απέραντη οδύνη των όσων έζησαν και ένιωσαν και είδαν.
Κάποτε, το Κράτος μας «το σπουδαίο», παραχώρησε σε μια ομάδα από αυτούς που κατέφυγαν στα Γιάννενα, τον βάλτο. Δεν υπήρχε αλλού τόπος για τους Έλληνες που έτρεξαν στην «αγκαλιά» της Μητέρας Ελλάδας για να σωθούν. Ήταν και ο γυρισμός αδύνατος. Τι να έκαναν;
Εξημέρωσαν το θηρίο.
Αποξέραναν τον βρωμερό βάλτο και τον έφτιαξαν μια γη γόνιμη και αντάξια της προκοπής και της υπομονής και επιμονής όσων πόνεσαν πολύ, όσων είχαν αντικρύσει τον θάνατο με τα μάτια τους και τον είχαν νικήσει.
Μπάφρα.
Ένα χωριό χτίστηκε από το πουθενά και έγινε τόσο όμορφο, σαν ψεύτικο ζαχαρωτό Χριστουγέννων. Όμορφο, όχι μόνο από τα σπίτια, τους κήπους με τα ευωδιαστά λουλούδια και τη γελαστή πλατεία, αλλά από τους ανθρώπους που ζούνε σε αυτό.
Έτσι τους γνώρισα, Παραμονές Χριστουγέννων.
Κάποτε, ξεριζωμένη κι εγώ, κατατρεγμένη από την κακία, τη δολιότητα, την αδιαφορία και την αναίδεια των ανθρώπων, γεμάτη πληγές από αγκαλιές που με πόνεσαν και μου καταξέσκισαν την ψυχή από όταν γεννήθηκα, με ένα σώμα καταρρακωμένο από τα συνεχόμενα βάσανα, τις ελλείψεις των αναγκαίων και την υπέρμετρη προσπάθεια να δοθεί στην προσφορά, βρέθηκα μια Προπαραμονή Χριστουγέννων στις γειτονιές αυτού του φιλόξενου χωριού, μόνη, άρρωστη, απογοητευμένη, αβοήθητη.
Όπου κι αν γύρισα, όπου κι αν πέρασα, εκτός από τις καρδιές των παιδιών μου, οι άλλες πόρτες ήσαν για μένα κλειστές. Και αν άνοιγαν, ήσαν μόνο για συμφέρον.
Έπαιρναν οι άνθρωποι αχόρταγα και μετά… με κέρασαν πόνο και αχαριστία.
Αυτό το χωριό ήταν το πρώτο που με αγκάλιασε θερμά, με υποδέχτηκαν σα δική τους, με χαμόγελα και ζεστές καρδιές, με ενδιαφέρον και ευγένεια, με διάκριση και ανοιχτοσύνη καρδιάς. Με έκαναν δική τους. Ένιωσα οικογένεια. Γαλήνη. Ένιωσα υπέροχα ευτυχισμένη. Για πρώτη φορά.
Κανείς εδώ δε με κοίταξε παράξενα, δε μου έκανε αγενείς ερωτήσεις, δεν ενδιαφέρθηκε για το διαφορετικό, δεν περιεργάστηκε τη φάτσα και τα ρούχα μου, ούτε καν οι παραξενιές μου τους έκαναν εντύπωση.
Ήμουν απλά ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι. Ξένοι και Πρόσφυγες αυτοί, ξένη και ξεριζωμένη κι εγώ, κάπου ταιριάξαμε… Με ένιωσαν!
Οι ίδιοι παραμένουν απλοί, θεωρούν τον εαυτό τους ατελή, κουνάνε το κεφάλι με νόημα όταν τους λες πόσο υπέροχοι είναι.
Για μένα, είναι απλά, ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ, ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ, ΘΑΥΜΑΣΤΟΙ ΗΡΩΕΣ, κρυμμένοι πίσω από την καθημερινότητα και τις έννοιες και τα τρεχάματα φτωχών, άγνωστων ανθρώπων, που οι «Μεγάλοι» τους μετρούν σαν αριθμούς στους καταλόγους της απογραφής. Για μένα, αυτοί οι άνθρωποι είναι σπάνιοι και πρέπει να μείνουν έτσι. Έχουμε ανάγκη από αληθινή Ανθρωπιά στις μέρες μας.
Γι’ αυτό, τούτη η παρουσίαση του βιβλίου μου ήθελα να γίνει στον χώρο τους.
Σαν έκφραση ευγνωμοσύνης, σεβασμού, θαυμασμού και αγάπης!
Για την Μπάφρα, το χωριό των Προσφύγων από τον Πόντο και την Καππαδοκία, την ιδιαίτερα φιλόξενη κοινότητα, το χριστουγεννιάτικο δώρο για μένα.
Τους ανταποδίδω με όλη μου την καρδιά…
Συνάντηση, λοιπόν, στο Papillons cafe, ώρα 7 μ.μ. στις 28 του Δεκέμβρη, στην Μπάφρα Ιωαννίνων, για μια απλή παρουσίαση μέσα στην ατμόσφαιρα της αγάπης, για συζήτηση φιλική και υπογραφές βιβλίων… Ετοιμαστείτε να γιορτάσουμε και μαζί τα Χριστούγεννα!
Τα υπόλοιπα όταν θα βγουν οι αφίσες…
Πόλυ Μίλτου- Συγγραφέας