μες στο κέντρο κακού εφιάλτη.
Δεν μπορώ να ξεφύγω από τότε.
Και προσπάθειες έκανα αμέτρητες,
και, δες, ντύθηκα ρούχα λευκά,
του καλού, της αγάπης,
την ημέρα να φέρω.
Μα τα βάτα κι αγκάθια με έπνιξαν,
σε κάθε μου βήμα,
σε κάθε μου κίνηση,
σε κάθε μου βλέμμα,
σε κάθε λυγμό.
Στην τρελή την πορεία μου,
στην ομίχλη του δάσους,
δεν υπάρχει κανείς!
Μόνο κάποια φωτάκια,
αναδύθηκαν λίγο τριγύρω μου,
μα κι αυτά αποτραβήχτηκαν,
όταν είδαν τα δύσκολα.
Φαναράκια που έσβησαν
και με άφησαν μόνη.
Εγκλωβίστηκα απ' όταν γεννήθηκα!
Τώρα το έμαθα πια,
πως δε γίνεται τίποτα.
Κύκλους κάνω στο ίδιο σημείο,
να ξεφύγω αποκλείεται,
κι ας το θέλω πολύ.
Όσο άνοιγα εγώ τα φτερά,
μου τα τσάκιζαν πάλι,
οι εχθροί και… οι «φίλοι».
Μια πορεία καρδιάς,
ένα θέλω χαράς,
ένας πόθος γαλήνης,
ένα όνειρο φως της ψυχής μου,
μια ανάσα αγάπης,
έτσι άδοξα όλα,
θα πεθάνουν εδώ!
Μες στο κέντρο του κακού εφιάλτη!
Αχ, Θεέ μου, ένα δρόμο ζητούσα,
ένα στίγμα αλήθειας,
για να βγω από δω!
Εγκλωβίστηκα, και θα 'ναι για πάντα;
Π. Μίλτου