Λαχτάρα φωτός, πεθυμιά ζεστασιάς,
αγωνία του πριν και του τώρα.
Να σημάνουν καμπάνες,
να ακουστούν των πουλιών κελαηδίσματα.
Έλα, ήλιε μου, έλα σε μένα,
μη μ’ αφήνεις εδώ.
Αν αργήσεις ακόμα, δε θα ξέρω τι κάνω.
Μια ανάσα ζωής θα μου δώσεις;
Δεν αντέχω το κρύο, δεν μπορώ τη βροχή,
θέλω πράσινο, ανθούς μυρωμένους.
Υποσχέθηκες άνοιξη κι είναι ακόμα χειμώνας.
Αχ, γιατί να αργείς να προβάλεις;
Είναι τόσος ο πόνος στη γη των ανθρώπων,
οι αθώοι πληρώνουν τη θλίψη.
Έλα, ήλιε, υποσχέθηκες, έλα,
να με πάρεις μαζί σου, να φύγουμε
για τη γη της χαράς.
Δεν αντέχεται άλλο ο βουβός στεναγμός,
δεν μπορώ να υποφέρω αιώνια.
Έλα, ήλιε, η ελπίδα έχει σβήσει από ώρα,
κι εγώ ξέμεινα μόνη εδώ.
Θα με πάρεις μαζί σου;
Π. Μίλτου
(Σε αυτή τη γη των φιλοσόφων, όπου τελευταία πλήθυνε η ζήλια και ο φθόνος για ό,τι καλό, όπου η αχρηστία καταδιώκει οποιονδήποτε θέλει να εργαστεί και να ζήσει σωστά, επικαλούμαι θλιμμένη "της δικαιοσύνης τον ήλιο τον νοητό"!)