ΚΑΠΟΤΕ,...
Όταν ήμουν παιδί, όπου κι αν πηγαίναμε και έβλεπα αυτή την εικόνα, με μαγνήτιζε. Το βλέμμα μου στηλωμένο στη μορφή, η σκέψη μου επικεντρωμένη στο νόημα, η ψυχή μου διψούσε να καταλάβει πώς να είναι άραγε η γλυκιά μητρική αγκαλιά; Η στοργή; Η προστασία;
Συνήθως υπήρχε παντού σε παιδιάτρους, σε χώρους υποδοχής Νοσοκομείων έξω από παιδιατιάτρους, σε ιδρύματα, σε παιδικούς σταθμούς... γενικά, όπου περνούσαν παιδιά.
Με τραβούσε η θετή μου μητέρα με το ζόρι να ξεκολλήσω, σαν ερχόταν η ώρα να φύγουμε. Κι εγώ αισθανόμουν μεμιάς πως με ξεκολλούσαν από την ευτυχία. Έπρεπε να γυρίσω στην καθημερινότητα της τάχα μαμάς, που με γέμιζε φαρμάκι κάθε μέρα με την απαξίωση και την γκρίνια της. Αγέλαστη. Δυστυχισμένη η ίδια, τίποτα δεν ήθελε χαρούμενο γύρω της.
Ζητούσα επίμονα να έχω μια τέτοια εικόνα στο δωμάτιό μου. Μου έφεραν πλήθος άλλες. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να δει την προτίμηση που είχε η ψυχή μου.
Η μάνα μου, άνθρωπος της κατήχησης και της εκκλησιάς, αυστηρή κυρία των κύκλων... φώναζε αυστηρά πως είναι καθολική η εικόνα. Δεν έπρεπε να την κρεμάσω ποτέ στα εικονίσματά μου.
Μαζί της, αρρωγός της προσπάθειας του απόλυτου "εκχριστιανισμού" μου, αφού δεν καταλάβαινα με τίποτα τα δόγματα και όλα τα φιλοσοφικά τους, η κατηχήτριά μου.
Η οποία, σημειώστε το, όταν πέτυχα κάποια φορά δώρο από τις κληρώσεις της, μου έκανε δώρο μαι εικόνα... καθολική, τρυφερή, δεν μπορώ να πω, με μια Μαντόνα που φιλούσε με αγάπη τον μικρό παχουλό Χριστό. (Μάλλον το είχε ξανασκεφτεί και την είχε πάρει για περιπτώσεις σαν εμένα.) Καλή η Μαντόνα της, δε λέω, αλλά... δεν ήταν η εικόνα που ήθελα, δεν ήταν η δική μου τρυφερή Μαντόνα με την υπέροχη αγκαλιά, τη μαμαδένια.
Όταν μεγάλωσα κάπως, την έψαξα μόνη μου. Δεν την έβρισκα στο μέγεθος που ήθελα στα χρώματα τα γλυκά, όπως στα χολ των παιδιάτρων, την είχαν μπογιατισμένη και ψεύτικη. Την αγόρασα όμως σε πολλές μικρούλες και την είχα πάντα μαζί μου.
Περνώντας τα χρόνια, έχοντας ένα σωρό άλλα να αντιμετωπίσω, έπαψα να την ψάχνω σε μέγεθος για εικονοστάσι. Είχα να σκεφτώ πως η μητρότητα... ήταν κάτι σκληρό, που βασάνιζε το παιδί της ως το τέλος, που ήθελε να το καταστρέφει και να το βλέπει να σέρνεται. Βέβαια, σύντομα διέκρινα καθαρά πως... η μητέρα που μου είχε δοθεί να με μεγαλώσει, δεν είχε μητρικά ένστικτα. Έτσι, έπαψα να πολυδίνω σημασία στην Παναγία. Μου φαινόταν πολύ αυστηρή στις βυζαντινές, τις ένα σωρό που είχαν γεμίσει τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι μου. Εγώ κρυφά προσευχόμουν στην Μαντόνα με τον Χριστό να ρουφάει τη στοργή του φιλιού της.
Και πονούσα πολύ! Η άλλη Παναγιά δε με καταλάβαινε. Είχε ένα βλέμμα έντονο σαν της μάνας μου, όταν ήθελε να με κάνει δυστυχισμένη. Η ίδια η μάνα με είχε κάνει να σκέφτομαι έτσι, αφού, όταν ήταν δυσαρεστημένη, πάντα την Παναγιά ανέφερε σαν αδέκαστο κριτή και άμεσο τιμωρό. "Κοίτα πώς σε κοιτάζει η Παναγία. Θα σε τιμωρήσει για αυτό που έκανες. Δε σε αγαπά, δεν πρόκειται να σε προστατέψει."
Μέχρι που, κάποτε, μεγάλωσα. Έπαψα να ψάχνω τη στοργική αγκαλιά της Μαντόνας μου που αναρτούνταν σε κάθε παιδιατρική αίθουσα. Έπαψα να έχω λαχτάρα να με πάρουν αγκαλιά, γενικά. Οι αγκαλιές και τα λογάκια της αγάπης μού θύμιζαν αγκάθια μητερά μιας μάνας χωρίς μητρότητα. Δεν έφταιγε αυτή, είχε χάσει παιδί με άσχημο τρόπο και μάλλον ξεσπούσε πάνω μου τη δική της απόγνωση, που η αγκαλιά της απέμεινε άδεια από το δικό της μωρό. Μα, εγώ, τι έφταιγα;
Μην τα ψάχνεις, φίλε μου! Δεν υπήρχε ψυχολογική στήριξη τότε και όλα έβαιναν άσχημα για τις πληγωμένες ψυχές. Έτσι, διαιωνίστηκε αυτός ο απόλυτος πόνος σε πολλούς και η μελαγχολία, λέω, και δε λέει να φύγει από σπίτια και γειτονιές.
Όσο για την Μαντόνα μου, κάποτε έχασα και το πορτοφόλι με την εικονίτσα της στα φυσικά χρώματα που μου άρεσαν, αλλά δε με ένοιαζε πια. Επειδή, κάποια εποχή που πονούσα πολύ και δεν μπορούσα ούτε να κινηθώ, (η μέση μου με τσακίζει από τα 23 μου χρόνια) και πάλι γκρίνιαζε η μάνα ότι το έκανα επίτηδες για να αποφύγω τις δουλειές, (Κάτι παραδόξως που το ακούω συχνά όταν είμαι άρρωστη από... πολλούς, επειδή συνήθως για να δηλώσω αρρώστια θα πρέπει να σέρνομαι και όταν κουρελιάζομαι πια δε με πιστεύουν), παρακάλεσα νοερά την Παναγία της Τήνου, αν πράγματι με είχε... συγχωρήσει σε όσα της είχα κάνει από... παιδί... και αν με αγαπούσε λίγο, να με κάνει να πονάω λιγότερο. "Δε θέλω να με κάνεις καλά, είναι τόσοι άνθρωποι που υποφέρουν γύρω μου πολύ, καλό είναι να θυμάμαι τι είναι ο πόνος. Μα πάρε μου τον παροξυσμό και την ακινησία."
Σε ένα δευτερόλεπτο έπαψα να πονάω, άρχισα να κινούμαι σαν αθλήτρια, δε θυμόμουν τι είχε συμβεί. Η Παναγία τήρησε την υπόσχεσή μας. Δε μου πήρε το πρόβλημα για να θυμάμαι πόσο εύθραυστο είναι το ανθρώπινο και να συνέρχομαι από τον εγωισμό, να κατανοώ και να συμπάσχω. Την ευχαριστώ για αυτό.
Την ευχαριστώ επίσης και για κάτι άλλο. Επειδή, εκείνη τη στιγμή, μαζί με το σώμα, συνήλθε και η ψυχή μου, γιατρεύτηκα από τις βλακείες με τις οποίες με είχαν βομβαρδίσει από την παιδική μου ηλικία. Κατάλαβα πως η Παναγία μόνο αγαπά και αγκαλιάζει και σκύβει στην κάθε ανάγκη. Ότι είναι και δική μου Μάνα... Η Μάνα!
Την Μαντόνα με τη στοργική αγκαλιά δεν την απέκτησα ποτέ. Δε χρειαζόταν πια. Τώρα έχω μια τεράστια εικόνα της Πορταΐτισσας στην είσοδό μου, εικόνες της Προυσιώτισσας και ένα σωρό άλλες παντού και το παράδοξο είναι πως... δε μου φαίνονται πια καθόλου αυστηρές. Ιδιάιτερα με μαγνητίζουν τα μεγάλα της μάτια στις βυζαντινές εικόνες, τα μάτια της στοργής, τα μάτια με την έννοια της φροντίδας για μένα, για σένα όπου κι αν βρισκόμαστε...
Σήμερα, της Υπαπαντής, γιορτάζει η δική μου Μητέρα και Μητέρα δική σου και Μητέρα όλης της γης!
Μου χάρισε την αγκαλιά της σαν Μαντόνα, όταν ήμουν παιδί, επειδή δεν είχα άλλη από την εικονική αναφορά της, τώρα μου τη χαρίζει με διαφορετικό πιο άμεσο τρόπο, της πίστης στην Υπέροχη Παρουσία Της. Και, ναι, είναι μια αγκαλιά τεράστια, σας βεβαιώνω!
Μια αγκαλία μεγάλης στοργής για κάθε ορφανό και πονεμένο και έρημο!
Η παρηγοριά μας σε κάθε μας θλίψη, επειδή και Εκείνη πόνεσε φρικτά και καταλαβαίνει.
Η χαρά μας και το καύχημά μας!
2 Φεβρουαρίου, ορθόδοξη γιορτή της Μητέρας όλων μας!
Δεν έχω άλλη μάνα. Εγώ Αυτήν γιορτάζω! Χρόνια μας πολλά!!!
Copyright © Πόλυ Μίλτου