Ήταν κι αυτό που έπρεπε να εξηγήσει στον κόσμο.
Δεν ήθελε να βγει.
Πάντα ξημέρωναν οι μέρες της με βροχή.
Οι λιακάδες την προσπερνούσαν όσο κοιμόταν.
Κυκλοφορούσαν έξω μόνο... άνθρωποι.
Άνθρωποι;
Ναι, δυστυχώς! Μόνο άνθρωποι.
Τους ένιωθε επικίνδυνους και ψεύτικους.
Ίσως να ήταν αυτοί που έδιωξαν τον ήλιο της.
Προτιμούσε να κοιτάζει τη ζωή από το παράθυρο.
Έτσι, δεν την άγγιζε η καταχνιά.
Τα δάκρυα της γης ανακυκλώνονταν ανελλιπώς.
Και οι υγρές νύχτες συνέχιζαν να κυριαρχούν παντού.
Της είπαν πως η ευγένεια και η αλήθεια...
δε φοριούνταν πια στους μοντέρνους καιρούς.
Έτσι, προτίμησε να κλείσει την ψυχή της στα ζεστά.
Μέσα της, η ειρήνη και το φως και μια ευχή,
θα συνέχιζαν την πορεία τους άηχα.
Και δε θα άνοιγε για κανέναν να μπει στα όνειρά της.
Είχε έρθει από άλλες εποχές, πιο ωραίες.
Της είπαν με αναίδεια πως η αγάπη ήταν τρέλα.
Τους πίστεψε, λοιπόν! Σταμάτησε απότομα.
Και απέμεινε να αγαπά κρυφά, σιωπηλά και με πόνο.
Έξω, η βροχή μαστίγωνε το χάος.
Και δεν περίμενε τίποτα.
Είχε παραιτηθεί από την προσμονή για κατανόηση.
Τώρα, όλα βάραιναν μουσκεμένα.
Αν απελπιστεί η αθωότητα, δεν υπάρχει γυρισμός.
Ω, ναι! Δεν ήθελε να βγει!
Προτιμούσε να κρατήσει λαβωμένα συναισθήματα.
Προτιμούσε να έχει καρδιά!
Copyright © Πόλυ Μίλτου