~Στεκόταν και κοιτούσε τον ουρανό. Πέρασε ένας και ρώτησε:
_ Τι κοιτάς;
_ Ρωτάω τον Θεό, αν έχει κάτι καλό για μένα... Είμαι θλιμμένος.
Ο άλλος τον χτύπησε στην πλάτη και βιάστηκε να προχωρήσει, κουνώντας το κεφάλι του με νόημα... "τρελός", σκεφτόταν...
~Κάποιος πιο κει κοιτούσε λαίμαργα το "καφέ" στη γωνία.
_ Θες καφέ; τον ρώτησε ένας γείτονας.
_ Όχι, ευχαριστώ, κάποιον περιμένω. Ήταν η απάντηση, ενώ το βλέμμα του εστίαζε στις τυρόπιτες και τα κουλουράκια για κέρασμα.
"Κάνει λες και δεν έχει ξαναφάει. Τι γελοίος!" σκέφτηκε ο γείτονας. Καλημέρισε και έφυγε. Είχε δουλειά.
Πίσω έμεινε ο άνθρωπος με το πεινασμένο βλέμμα. Είχε μέρες να φάει, στο σπίτι όλα άδεια και περίμενε το μισθό του την επόμενη... Ως τότε, το στομάχι γουργούριζε...
~Ένας καθόταν στη βιτρίνα με τα παπούτσια. Βγήκε η πωλήτρια με το παγερό χαμόγελο.
_ Θέλετε να βοηθήσω; ρώτησε, ενώ με περιφρόνηση κοιτούσε τα σκισμένα πέδιλα στα πόδια του άγνωστου.
_ Όχι, ευχαριστώ, απλά... κοιτάζω.
_ Ο.κ. Κοιτάχτε όσο θέλετε... η υπάλληλος χαμογέλασε συγαταβατικά, με την ειρωνεία να χοντραίνει στο ύφος της. Βαμμένη, καλοντυμένη, κοκέτα...
Τα παπούτσια του, ήξερε ο άγνωστος, δεν άντεχαν ούτε μέχρι τη στροφή του δρόμου. Σε λίγο θα περπατούσε με γυμνά τα πόδια. Μέσα στην τσέπη του είχε μόνο 2 ευρώ, τα τελευταία του.
~Καθόταν στη στάση και δεν έμπαινε σε κανένα λεωφορείο. Έπρεπε να πάει στο σπίτι, αλλά εδώ και δυο ώρες δεν είχε βρει τρόπο.
Είχε θυσιάσει το τελευταίο του ευρώ για να κατέβει να ψάξει για δουλειά. Του είχαν υποσχεθεί. Και τον πούλησαν. Ο γνωστός του γνωστού... πήρε τη θέση. Τώρα, πώς θα γύριζε σπίτι; Με τα πόδια; Και... τι θα γινόταν η οικογένεια που περίμενε τα καλά νέα;
Τον έσπρωχναν οι άλλοι για να επιβιβαστούν και ένας τον έβρισε δυνατά.
_ Άντε στην άκρη, ρε! Εμποδίζεις, δε βλέπεις;
~Είχε καθίσει κατάχαμα στην άκρη της ασφάλτου και έπαιζε με τις πετρούλες σαν μικρό παιδί. Σημασία δεν έδινε πια, ποιος περνούσε δίπλα της και πώς την κοιτούσαν.
Μια κυρία με σεβαστή εμφάνιση έσκυψε πάνω της.
_ Κορίτσι μου, θες κάτι; Γιατί είσαι πεσμένη εδώ;
Την κοίταξε στα μάτια η νέα, δεν έδειχνε να καταλαβαίνει. Μίλησε μια άλλη γλώσσα, κάτι ακαταλαβίστικο.
_ Α, μετανάστρια θα είναι, είπε η... κυρία και αμέσως έγινε επιφυλακτική, ανασηκώθηκε, χαμογέλασε ελαφρά και απομακρύνθηκε βιαστική. Δεν ήταν δική της δουλειά.
Η Σόνια δεν ήταν ξένη. Ελληνίδα ήταν, απλά... την είχε βρίσει στη γλώσσα της θείας της, ρώσικα...
Τι να της έλεγε;
Το πρωί, Κυριακή ήταν, είχε περάσει από μια εκκλησία να προσευχηθεί. Μόλις είχε αποβάλει και δεν ήταν παντρεμένη. Την είχε διώξει ο νεωκόρος, επειδή φορούσε σορτσάκι και ήταν ξεμαλλιασμένη, την πέρασε για ζητιάνα... Και αν ήταν; Τι τον πείραζε;...
Οι γονείς της... αυστηροί στα ήθη, είχαν φροντίσει να τη διώξουν και εκείνοι από το σπίτι, όταν κατάλαβαν ότι έμεινε έγκυος. Ο φίλος της και εκείνος, μόλις έμαθε για εγκυμοσύνη, την παράτησε στο δρόμο νευριασμένος με την ατυχία τους.
Σιγά που θα ασχολιόταν με ένα νιάνιαρο... Είχε ακόμη ζωή να γλεντήσει...
Έμεινε η Σόνια έξω από την εκκλησία, να μετράει τις πετρούλες και να σκέφτεται γιατί ζούσε ακόμα;
Ο κόσμος γύρω άχρωμος, αναίσθητος, χωρίς ντροπή, χωρίς ψυχή...
Κάποιος την κατήγγειλε για τρελή και ήρθε η αστυνομία με έναν ψυχίατρο να τη μαζέψουν.
Γέλασε δυνατά με την τύχη της. Τουλάχιστον, εκείνο το βράδυ θα είχε να μείνει κάπου.
Απέναντι, οι καφετέριες ήσαν γεμάτες νεολαία, οι εργάτες έχτιζαν μια βίλα, μια λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στο ακριβό ρεστοράν...
Αλλά εκείνη την πήρε το περιπολικό... Είχε βρεθεί να παίζει με τις πετρούλες κατάχαμα στην άσφαλτο...
~Έχεις πεινάσει ποτέ για μέρες, έχεις μείνει με πόδια γυμνά, με κορμί ντυμένο κουρέλια; Έχεις νιώσει την απόρριψη; Έχεις βρεθεί σε απελπισία; Έχεις νιώσει να σε πλησιάζει η τρέλα; Έχεις αφεθεί στην ομίχλη της απόγνωσης;
Αν όχι, η σκέψη είναι ρηχή, θα ξεφύγει σίγουρα με βιασύνη να κρίνει, να σχολιάσει, να βγάλει συμπεράσματα, να μαυρίσει υπολήψεις, ψυχές, ζωές...
Φίλε μου, κανείς μας δεν ξέρει τίποτα, κανείς μας να μη δηλώσει σίγουρος για τα συμπεράσματά του.
Κάτω από το φανερό, κρύβονται ιστορίες... Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του.
Μπορείς να τον σεβαστείς χωρίς περιέργειες και χωρίς να κάνεις ανακρίσεις;
Αν θελήσει ο ίδιος να σε κάνει μπιστικό του, πράγμα σπάνιο σε πληγωμένους από την κοινωνία, ανθρώπους, τότε,... φαντάσου πως εκείνος... είσαι εσύ...
Μόνο τότε, δε θα ματώσεις χειρότερα μια πληγή ανοιγμένη...
Δύσκολη που είναι η ανθρωπιά στις μέρες μας...
Copyright © Πόλυ Μίλτου