Μπορείς καρδιά να φτιάξεις, άνετα, με αυτό
και αλυσίδες τρομερές, που να τη δένουν.
Το σίδερο, φίλε, και με σίδερο…
Κάποτε το μαδάει η σκουριά,
το τρώει από μέσα με αόρατη ισχύ,
κομμάτια χίλια, θρύμματα το κάνει.
Μα, τι πειράζει;
Λίγο το κακό!
Πεντάγερο το σίδερο και πάλι θα δουλέψουν
τα στιβαρά τα χέρια του τεχνίτη,
στο πυρ και στο καλούπι θα το χύσουν,
θα το σφυρηλατήσουν με χαρά στο αμόνι,
να φτιάξουν τις καινούριες τις καρδιές,
που θα τις δέσουνε και αυτές
με ατσάλινες και πιο γερές τις αλυσίδες.
Μια ωραία σιδεριά για το μπαλκόνι σου,
για να θαυμάζουν οι περαστικοί
τις γλάστρες με τα λούλουδα,
που κρέμονται επάνω της.
Όμως, στάσου εκεί!
Μην προχωράς!
Κι αν ξέρεις να σμιλέψεις και αγάλματα με μάρμαρο,
κι αν είσαι ο καλύτερος τεχνίτης στα χυτήρια,
κι αν είσαι και ζωγράφος με μαγικά πινέλα,
μη θες να πιάσουνε τα χέρια σου τη σάρκινη καρδιά!
Αυτή άμα ματώσει, δε δουλεύεται με σμίλη,
άμα ραγίσει, δεν κολλάει με τη φλόγα,
και αν θα σπάσει,…
θα σου μείνει στην παλάμη θρύψαλα,
τρίμματα που δε θα μπορείς να τα μαζέψεις,
απλή ανάμνηση καλής ψυχής, που σε αγάπησε πολύ!
Και που την πλήρωσε ακριβά,
με τέτοιον θάνατο αδιάφορο και ποταπό.
Αχ, δυστυχώς, υπάρχουνε πολλοί,
που παίζουν με ανθρώπινες καρδιές,
τόσο απλά…
Και άνανδρα!
Μα, ξέρεις φίλε, θα έρθει ο καιρός,
που θα αναζητήσει ο Μέγας Καλλιτέχνης,
να δει τι απέγινε το έργο του το υπέροχο!
Τότε,… πού θα κρυφτείς;
Π. Μίλτου