με ωραίο καιρό, με ήλιο,
με διάθεση χαρούμενη, ανάλαφρη και γιορτινή…
Ήθελα να σου φέρω ένα στεφάνι δώρο,
φτιαγμένο από σπάνια λουλούδια του αγρού.
Τα αρώματά τους τα γλυκά, τα σπάνια, τα ακριβά,
καλύπτουν τη βρωμιά και τη σκιά φιδιών.
Μα, ξέρεις, είναι αόρατα αυτά τα φίδια τα δειλά.
Το δηλητήριό τους, έσβησε μονοπάτια,
ξέραναν τα άνθη, τα νερά…
κατάπιαν και εξαφάνισαν κάθε καλό και ωραίο,
όλα τα στέκια της ζωής, κατέστρεψαν, τα έσπασαν
και τη στερνή τη βάρκα μου την έκαναν κομμάτια.
Μου έβαλαν καρφιά στα πόδια και στα χέρια,
να μην μπορώ να κουνηθώ,
μου έσκισαν τη σάρκα με νύχια δολερά,
με έσπρωξαν στο τέλος, στο μαύρο τον γκρεμό.
Σκοτείνιασαν τα ουράνια στην ύβρη τη μεγάλη.
Κάθε μου «αχ»,
έχει γραφτεί… στη σάρκα του Θεού μου!
Κάθε μου ανάσα φύσηξε λίβα καυτό στη γη.
Απόμεινα εκεί,
χωρίς σκαρί, χωρίς στρατί, χωρίς μιλιά και έλεος…
Μέσα μου κόχλασε η οργή, που δε γνωρίζει λύτρωση…
Αχ, πόσο θέλω μόνο, να βρώ την αθωότητα!
Να μη μισήσω ανθρώπινα, να συγχωρέσω θεϊκά…
Βρόντηξε ο ουρανός!
Θυμός μεγάλος σε όλους μας…
-Συγχώρεσέ μου, Θεέ μου,
την άδεια μου καρδιά, το πάθος το ανήμερο,
ευχές σκληρές, πικρής ζωής!
Αμέσως, με τη λέξη, άστραψε φως λευκό!
Συγγνώμη… δίνεις- παίρνεις…
Απόκαμε η ψυχή, μα ήρθε η γαλήνη!
Π. Μίλτου