Κάποτε,…
στη μικρή πόλη που μεγάλωσα είχα μια φίλη. Δύο αδερφές ήσαν για την ακρίβεια, με τη μία, όμως νιώθαμε κοντύτερα η μία στην άλλη. Ίσως ταίριαζε κάτι… από το χαρακτήρα μας, η υπερβολική ευαισθησία μας, μάλλον!
Δεν ήταν επιστήθια φίλη, με την έννοια του «δε χωρίζουμε ποτέ»! Η κάθε μια, όταν χρειάστηκε, προχώρησε άνετα στο δικό της δρόμο και μετά… χαθήκαμε.
Γιατί την αναφέρω, τότε;
Επειδή, ήταν κι αυτή ορφανή από μάνα. Έφυγε νωρίς η γυναίκα, εγώ δεν τη θυμάμαι, τα κοριτσάκια τα μεγάλωνε μια θεία, αδερφή του πατέρα τους, που είχε κι αυτή μια κόρη. Το γεγονός ήταν ότι είχαν πατέρα! Και τι πατέρα!
Ήταν γιατρός, από τους σημαίνοντες της μικρής μας κοινωνίας, ανθρώπους, και σαν επιστήμονας, αλλά πιο πολύ ως άνθρωπος. Να σκεφτείτε, με είχαν βάλει στο σπίτι τους, ένα μικρό χωράφι, κάτι σαν ακάλυπτος χώρος μας χώριζε.
Ήμουν σχεδόν καθημερινά μαζί τους και απολάμβανα την όμορφη παρέα, συντροφιά με παιδιά που με καταλάβαιναν και δεν υπήρχε φόβος να με πονέσουν. Η θεία ήταν καλή με όλες μας, πρόσεχε να μην ξεχωρίζει το παιδί της και οι κοπέλες του γιατρού απίθανα απλές.
Παρόλα αυτά, εγώ ντρεπόμουν και ήμουν ιδιαίτερα δειλή, κάθε φορά που ερχόταν ο γιατρός, έτσι με μεγάλωσαν, να σέβομαι… Μα δεν ήταν μόνο αυτό, το ξένο αρχοντικό σπίτι, ο γιατρός… Δεν ήταν! Είχε κάτι ολόγλυκο αυτός ο άνθρωπος στο χαμόγελο, στο βλέμμα, μια στοργή… κι έναν πόνο. Αυτόν τον πόνο του, όταν με κοιτούσε το ίδιο τρυφερά όσο και τις κόρες του, εγώ τον έβλεπα καθαρά. Τον ένιωθα ως τα κατάβαθά μου και δεν τον άντεχα. Αισθανόμουν κι ένα δέος, σα να έβλεπα άγιο… Δεν ξέρω γιατί! Πάντα με παρακαλούσαν να μείνω κι εγώ βιαζόμουν να φύγω.
Η μητέρα μου η θετή (καλό λόγο δεν άκουγες να ξεστομίζει για κανέναν), όταν μια δυο φορές, έκανα την ηλιθιότητα να της αναφέρω το πόσο καλός ήταν ο γιατρός, όλο και κάτι θα θυμόταν να πετάξει με ξινίλα, για φανταστικά ή πραγματικά του λάθη, δεν ξέρω.
Το θέμα είναι πως κάποια μέρα το μετάνιωσα που δεν κάθισα ποτέ να τον απολαύσω περισσότερο, όταν μπορούσα. Γιατί… μια μέρα ο γιατρός «έφυγε»!... Πήγε κοντά στην αγάπη του, να ξεκουραστεί από τον πόνο του και άφησε πίσω τις κόρες του, ευτυχώς μεγάλες πια, ολομόναχες. (Η θεία, μεγαλύτερη από αυτόν, είχε πεθάνει πρώτη).
Έτρεξα αμέσως! Οι φίλες μου, οι σχεδόν αδερφές μου, πονούσαν πολύ εκείνο το βράδυ. Η μικρή, η πιο κολλητή μου, είχε μόλις γυρίσει από βαριά εγχείρηση… Τις είχε τρελάνει ο κόσμος με τις βλακείες που έλεγαν συνέχεια, τάχα για παρηγοριά.
Την άρπαξα αγκαλιά και φύγαμε για το δωμάτιό τους. Είχα αγριέψει! Δε θα άφηνα κανέναν να την πλησιάσει άλλο. Η μεγάλη αδερφή ανακουφίστηκε, τι να έκανε κι εκείνη, ποιον να πρωτοσκεφτόταν, για ποιον να θρηνούσε περισσότερο; Τον πατέρα ή την αδερφή που ήταν ακόμα σε επικίνδυνη κατάσταση;
Την έσφιξα πάνω μου και της είπα μόνο μια λέξη: «Κλάψε»!
Αυτό ήταν, ξέσπασε με λυγμούς για ώρα, ώρες; Δεν κατάλαβα… Δε μιλούσα. Μόνο την αγκαλιά μου είχα να χαρίσω εκείνη τη στιγμή, τίποτα άλλο. Αγκαλιά, αγάπη, μυστική προσευχή, κατανόηση.
Γύρω κατά τα χαράματα, πήγε για λίγο και εκεί που… έπρεπε. Πήγε στη θλίψη, κοντά στον πατέρα…
Ετοιμαζόμουν κι εγώ να φύγω για να ξεκουραστώ κάπως, ώστε να ξαναγυρίσω για το θλιβερό καθήκον. Δεν πρόλαβα. Η μεγάλη αδερφή μου την έφερε πάλι… σε έξαλλη κατάσταση.
«Με πιέζουν να βάλω μαύρα, δεν μπορώ! Δε θέλω να βάλω μαύρα! Δε θέλω! Δεν αντέχωωωω!!! Αν βάλω μαύρα, θα πεθάνω! Έχασα τον πατέρα μου, πονάω πολύ, αν βάλω και μαύρα δε θα το αντέξω!»
«Τι χρώμα θες να βάλεις;», τη ρώτησα. Ήξερα την αφάνταστη αδυναμία που είχε στον πατέρα της, το πόσο υπέφερε…
«Κόκκινα! Κόκκινα, αυτό θέλω για τον μπαμπά μου! Ήταν η αγάπη μου, η αγάπη έχει κόκκινο χρώμα, δεν του ταιριάζει το μαύρο… »
«Να βάλεις κόκκινα, τότε!!! Αυτό που θες εσύ για να τον τιμήσεις, όπως θες εσύ! Κι όποιος πει λέξη, στείλτε τον σε μένα!», δήλωσα άγρια.
Πήραν θάρρος και η φίλη και η αδερφή, ευτυχώς συμφώνησε και ο αρραβωνιαστικός που κατέφτασε μετά, (ήρθε από μακριά ο άνθρωπος…)
Η κόρη έβαλε κόκκινα, αυτά που ήθελε για να τιμήσει αυτόν που αγαπούσε σαν πατέρα και σαν μάνα μαζί, και οι καλοπροαίρετες θείτσες του «μη» και του «πρέπει» το βούλωσαν μπροστά στην αγριάδα μου, ήθελαν δεν ήθελαν!...
Το δεύτερο περιστατικό που θυμάμαι… ήταν από μια άλλη γυναίκα. Η ιστορία της συνδέεται κι εκείνη με τον γιατρό, αυτός δηλαδή, ήταν ο ευεργέτης της. Την είχε βρει σε δύσκολες ώρες της, τη συμμάζεψε και της έδωσε δουλειά στην κλινική του σαν αποκλειστική. Απλή νοσοκόμα, έτσι για να φροντίζει κάποιον έρημο ασθενή, να κάνει ενέσεις, να βγάζει το ψωμάκι της. Με λίγα λόγια… την προστάτεψε.
Εγώ δε θα τα ήξερα όλα αυτά, αλλά, λίγο μετά το θάνατο του γιατρού, έτυχε να μετακομίσουν σε ένα διαμέρισμα απέναντί μας.
Υπήρχε και μια εκκλησούλα εκεί με μια μικρή πλατειούλα. Μας βόλευε για τα απογεύματα να παίζουμε όσο ήμασταν παιδιά, ή τώρα να βγαίνουμε και να καθόμαστε στα μαρμάρινα παγκάκια και να απολαμβάνουμε την ησυχία… Ήταν τα χρόνια που οι γείτονες χαιρετιούνταν, συζητούσαν, έκαναν παρέα και… κουτσομπόλευαν.
Όταν ήρθε η γυναίκα αυτή, ξαφνιάστηκα πολύ που την έβλεπα να κάθεται πάντα μόνη, μακριά από όλους. Τη χαιρετούσαν, δε λέω, με ένα ύφος που συνήθως έχουν «οι κυρίες για τα δουλικά»- συγχωρέστε με για την έκφραση-, αλλά κανείς δεν την καλούσε στην παρέα. Κανείς δεν την πλησίαζε, αλλά και αυτή δεν πλησίαζε κανέναν. Μου έκανε εντύπωση, γιατί μόνο οι κόρες του γιατρού τη χαιρετούσαν πάντα εγκάρδια κι εγώ που την προσφωνούσα «κυρία».
Εμείς, συνήθως δεν κάναμε κουτσομπολιό σπίτι, (είχαμε και κάτι νορμάλ.) Σπάνια, θα μας έφερνε κανένα νέο από το καφενείο ο πατέρας και αυτό ακόμα θα έπρεπε να είναι συνταρακτικό, ώστε να το συζητήσουμε κάπως εκτενέστερα από το συνηθισμένο: «Μπα, αλήθεια; Για δες, τι γίνεται στον κόσμο!»… Αυτό!
Έτσι, ίσως να μη μάθαινα ποτέ, γιατί αυτή η άθλια συμπεριφορά όλων για την ξένη γυναίκα.
Μια μέρα, απόγευμα ήταν νομίζω, η κυρία… (ας της βάλω ένα όνομα που να μην υπήρχε στη γειτονιά, για λόγους λεπτότητας), η κυρία Αγνή καθόταν κατάμονη σε ένα από τα παγκάκια, είχε σκυμμένο το κεφάλι και φαινόταν αφάνταστα θλιμμένη. Περνώντας τη χαιρέτησα ως συνήθως. Αμέσως μου χαμογέλασε και με χαιρέτησε, γλυκά, ήσυχα…
Πήγα και κάθισα δίπλα της και την είδα να ξαφνιάζεται για αυτό. Μιλήσαμε λίγο. Η κυρία Αγνή,… μόνο άγαλμα δε μου έφτιαξε εκείνο το δειλινό, επειδή την πλησίασα και την άκουσα. Δε μου είπε τίποτα η ψυχούλα. Δυο λόγια όλα κι όλα: «Αχ, κοριτσάκι μου, έχω δύσκολη ζωή, στενοχώριες… Ευχαριστώ!»
Ούτε τις στενοχώριες της μου είπε ούτε τίποτα. Φυσικά, ούτε τη ρώτησα. Όταν σηκώθηκα, τη χαιρέτησα και της υποσχέθηκα τη φιλία μου. Ότι είμαι εκεί, αν θέλει να μιλήσει… Κούνησε το κεφάλι με χαμόγελο.
Τόσο! Όταν το βράδυ το ανέφερα στο σπίτι για τη θλιμμένη κυρία Αγνή, κανείς δε με μάλωσε που της μίλησα. Ευτυχώς, δεν είχαμε ποτέ τέτοιες απαγορεύσεις. Μου είχαν εξηγήσει από παιδί τους κινδύνους και πώς έπρεπε να προσέχω και μιλούσα πάντα όπου ήθελα, όποιος κι αν ήταν και με τον ανάλογο σεβασμό και, θεωρώ ότι κι αυτό είναι κάτι θετικό από τη διαπαιδαγώγηση που πήρα.
Όχι, δε με μάλωσαν που της μίλησα, δε με είχαν ποτέ διορθώσει που την προσφωνούσα κυρία, αλλά… μόλις είπα ότι είχε στενοχώριες, περισσότερο η μάνα, το πέταξε το λογάκι της.
«Τέτοια που είναι…»
«Δηλαδή; Εμένα μου φαίνεται καλή γυναίκα…»
Εδώ που τα λέμε, ήθελε και να με σκάσει λίγο η μαμά, που την υπερασπιζόμουνα, και… άνοιξε το στόμα της λιγάκι περισσότερο.
«Να λες που τη συμμάζεψε ο γιατρός. Αυτή… είναι ελαφριά, της πάει στο σπίτι ο άντρας της άλλους και… την έχουν όλοι μαζί. Είναι βρωμογύναικο.»
Τους είδα να γελάνε και νευρίασα. Θυμήθηκα τη θλίψη στο πρόσωπο της γυναικούλας, κατάλαβα και τι γινόταν και έγινα θηρίο…
«Ποιος άνθρωπος είναι καθαρός;» ρώτησα με τσουχτερό θάρρος.
Ο μπαμπάς ήταν πιο δίκαιος σε κάτι τέτοια και αμέσως συμμαζεύτηκε και είπε μια φράση που ποτέ δε θα την ξεχάσω:
«Μωρέ όλοι μας είμαστε… σαν τα πόδια της κότας!»
«Εμείς δεν κάνουμε τέτοια», θίχτηκε η μαμά.
Αλλά ο μπαμπάς αντιγύρισε με σοβαρότητα αυτή τη φορά. Σε αυτά πάντα τον παραδεχόμουν.
«Όχι, ρε συ! Έχει δίκαιο η κόρη. Τι φταίει η γυναικούλα για όσα της κάνει ο άντρας της; Τρώει και ξύλο, πόσες φορές την είχε σώσει ο γιατρός… Ίσως να μην ήταν «τέτοια», να μπορούσε να ξεφύγει…»
Φρίκιασα. Δίπλα μας, είχαμε ένα δράμα, ένας συνεχόμενος βιασμός ψυχής και σώματος μέσα στον γάμο και η τοπική κοινωνία, το μόνο που έκανε ήταν να περιφρονεί σαν μιαρή και ανήθικη την κακοποιημένη γυναίκα. Ο άντρας… ήταν άντρας!!! (Τότε,… η κακοποίηση αυτού του είδους δεν έβρισκε το δίκιο της πουθενά και κανείς δε θα έπαιρνε το μέρος μιας γυναίκας ενάντια στον άντρα της.) Καταλάβατε τώρα, γιατί την ονόμασα Αγνή!...
Ο καλός γιατρός ήταν αφανής προστάτης της χρόνια, όσο εκείνος ζούσε, ο άντρας της είχε συμμαζευτεί, κανείς στο σπίτι του γιατρού δεν την είχε περιφρονήσει ή κοροϊδέψει, κανείς δεν είχε αναφέρει τι γινόταν στη ζωή της σαν κουτσομπολιό. Ίσως κι εγώ να μην το μάθαινα ποτέ, αν δε συνέβαινε να καθίσω δίπλα της εκείνο το απόγευμα.
Δεν μπόρεσα ποτέ να της ξαναμιλήσω. Με απέφυγε, λόγω ντροπής; Είχε άλλο ωράριο στη δουλειά;… Μετά… κι εγώ έφυγα από την πόλη και όταν ξαναγύρισα, είχαν μετακομίσει για αλλού! Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε η γλυκιά μου κυρία… Αγνή.
Πάντα θα θυμάμαι εκείνο το θλιβερό απόγευμα. Αν ήξερα, θα άνοιγα αγκαλιά, θα της έδειχνα ότι εγώ την πονάω, ότι την εκτιμώ,…
Αχ, πόσοι άνθρωποι περνούν δίπλα μας και δεν ξέρουμε τι σηκώνει η ψυχούλα τους! Αχ, πόσες στιγμές χαμένης καλοσύνης και αγάπης στη ζωή μας! Αχ, αυτά τα ανθρωπάκια της περιφρόνησης!!!
Η αγάπη, λοιπόν είναι παντού; Είναι; Εγώ σπάνια τη συνάντησα σε ανθρώπους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τα «ανθρωπάκια», τότε πόσες δικαιολογίες θα βρεθούν…
Όταν είσαι παιδί, η ζωή σου ετοιμάζει εκπλήξεις, λένε…
Όχι, εδώ θα αντιδράσω! Εμείς, εμείς είμαστε που ετοιμάζουμε τις εκπλήξεις ο ένας στον άλλο… Και μακάρι να ήσαν πάντα καλές, αλλά…
Κρίνουμε, κατακρίνουμε, καταδικάζουμε, πετάμε στις λάσπες ψυχές, αποκαθηλώνουμε ανθρώπους, συνειδήσεις, ελεύθερη θέληση, όνειρα, αναστατώνουμε ζωές… έτσι, τόσο απλά!
Όσο απλά ανεβάζουμε, δοξάζουμε, επευφημούμε, τραγουδούμε παιάνες, φτιάχνουμε φήμες, καριέρες, ζωές σε άλλους…
Τόσο απλά!
Χωρίς να ξέρουμε, και τις περισσότερες φορές χωρίς να νοιαζόμαστε καθόλου, για την αλήθεια. Για το τι κουβαλάει από γεννησιμιού του το βαλιτσάκι του καθενός, μια ατέλειωτη ιστορία, αγώνες, αγωνίες, σπασμένα κλειδιά, ραγισμένες καρδιές,…
Είμαστε έτοιμοι στα συμπεράσματα, έτσι, για να έχουμε θέμα να περάσουμε τη μέρα μας με πιπεράτη κακία.
Αν μας το κάνουν οι άλλοι, όμως, γινόμαστε θηρία. Αμέσως, στο κάθε μας λάθος είναι η απάντηση έτοιμη: «Με κρίνεις χωρίς να ξέρεις… ρώτα τι πέρασα!»
Ναι, σε ρωτάω και κατανοώ! Ρώτα κι εσύ, όμως, με την ίδια κατανόηση.
Αχ, αν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι όλοι μας είμαστε το ίδιο βρώμικοι «σαν τα πόδια της κότας». Το ίδιο άνθρωποι!
Η ζωή η δική μου, τουλάχιστον, αυτό μου έμαθε. Κάθε βήμα και λάθος! Και η ανάγκη για κατανόηση συνεχής…
Ο ένας με τον άλλο, αν κοιταζόμασταν στα μάτια, ίσως καταλαβαίναμε τη φρικτή μας ομοιότητα. Θεωρώ ότι ισχύει η παροιμία πως όποιον δείχνεις, είναι… το δικό σου είδωλο στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Ξέρετε, αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε πως όσοι κάνουν τραγικά λάθη προσπαθούν να τα κρύψουν αποπροσανατολίζοντας τους γύρω τους με το να δείχνουν κάποιον άλλο. Ξεχνούν την τραγική αλήθεια πως την ίδια στιγμή που δείχνεις έναν άνθρωπο με διάθεση κατάκρισης και κουτσομπολιού, δημιουργείς μέτρο σύγκρισης με κέντρο… τον εαυτό σου. Αυτό γίνεται! Πάντα!!!
Ανθρωπάκια, λοιπόν! Κι εγώ ένα από αυτά! Βρέθηκα καταμεσής του πουθενά από βρέφος με μια βαλιτσούλα στο χέρι. Από τότε περιφέρομαι στον κόσμο των άλλων ανθρώπων… Έχθρα παντού, μια κακία διάχυτη, μια διάθεση μείωσης για όσους θεωρούμε μικρούς και αδύναμους…
Ανθρωπάκι είναι και το παιδί σου; Για σκέψου!
Έτσι θέλεις να του φερθούν;
Μερικοί, θα μου πείτε, δε διορθώνονται! Συμφωνώ! Μα έχω και μια ερώτηση ακόμα, που τόσα χρόνια μένει αναπάντητη: «όσοι περιθωριακοί θέλησαν να φτιάξουν τη ζωή τους, εμείς «οι σωστοί»,… τους αφήσαμε;»
Ω, ναι, δε φταίει πάντα ο περίγυρος! Ο άνθρωπος από μόνος του διαλέγει το κακό και σε πολλές περιπτώσεις δε θέλει να αλλάξει. Πρώτα- πρώτα η ζωή μας είναι θέμα δικής μας επιλογής.
Εγώ δε ρωτάω για αυτούς, που είχαν το ελεύθερο να διαλέξουν! Ρωτάω για όσους δεν είχαν ευκαιρία επιλογής, γιατί κανείς δεν τους βοήθησε κι ενώ θέλουν και προσπαθούν ξανά και ξανά να ξεφύγουν, βρίσκονται πάλι πίσω, βυθισμένοι στα ίδια, ίσως και σε χειρότερα τέλματα.
Το θέμα είναι, βρίσκουν κατανόηση; Όπως βρήκε κατανόηση και σεβασμό από τον καλό γιατρό η κυρία Αγνή;
Ήσαν δύσκολες εποχές, τότε, ο άνθρωπος έκανε ό, τι μπορούσε. Ποτέ δεν την περιφρόνησε, δεν την ξεχώρισε από τους άλλους, τους… «καθαρούς και τίμιους», ποτέ δεν την κοίταξε σαν σκουπίδι.
Η υπόλοιπη κοινωνία, όμως; Η ευυπόληπτη; Η τάχα θρησκεύουσα;
Δεν έχω απαντήσεις! Εγώ ζω μια διαρκή περιπέτεια και δηλώνω ανθρωπάκι όλο λάθη και γκάφες. Κι έχω ζήσει αρκετή περιφρόνηση στην καμπούρα μου για να ξέρω πόσο επώδυνη είναι!
Η κόρη του γιατρού φόρεσε κόκκινα στην κηδεία, τη σχολίασαν για λίγο, τη δικαιολόγησαν, το ξέχασαν. Ήταν η κόρη του γιατρού!
Και τον γιατρό, ίσως τον ξέχασαν! Επειδή είχε κάνει χίλια μύρια καλά, τον έγραψαν στους ευεργέτες και ησύχασε η συνείδησή τους!
Μα, αν ρωτήσεις για την κυρία Αγνή, όλοι θα είναι έτοιμοι να σου πούνε πιπεράτες ιστορίες… για άφθονο γέλιο(!)…
Η κυρία Αγνή είχε παρελθόν θα σου πούνε! (Πολλά ψεύτικα και παραφουσκωμένα, αλλά έτσι διασκεδάζουν οι άνθρωποι…)
Τι κακό κι αυτό με το παρελθόν; Και πιο πολύ για τις γυναίκες…
Άνθρωπε, να σου πω ένα μυστικό; Το παρελθόν έφυγε- πάει. Και το μέλλον δεν είναι σίγουρο. Το παρόν, όμως, αυτό το παρόν, όπου δεν κάνουμε τίποτα, παρά να διασκεδάζουμε με τα λάθη, τις γκάφες και την καταστροφή των άλλων, τι να πω;
Το παρόν, το κάθε παρόν μας, μας χαρακτηρίζει!
Η κυρία Αγνή, λοιπόν, έμεινε αβοήθητη από όλους στο δράμα της, και γινόταν στο κάθε παρόν της ένα παίγνιο ανδρών που έβρισκαν την ευκαιρία τους να δείξουν «τον αντρισμό τους» στο «βρωμογύναικο», (οι οποίοι όμως, δεν κατηγορήθηκαν ποτέ για αισχρότητα και βιασμό). Όσο για αυτή τη φτωχιά γυναικούλα, ποτέ κανείς δεν τη ρώτησε από όσους τη βίαζαν ασυστόλως, με την άδεια του νόμιμου συζύγου, «αφού το ήθελε», αν πραγματικά το ήθελε ένα τέτοιο παρόν, που γινόταν μετά παρελθόν, το παρελθόν της.
Δεν τη ρώτησε κανείς ούτε από την τοπική κοινωνία, που είχε βρει θέμα διασκέδασης μέσω κουτσομπολιού. πόσο φρικτά ένιωθε και πόσο θα ήθελε να ζήσει κι αυτή μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη, όπου όλοι να τη σέβονται, να την εκτιμούν και να την αγαπάνε. Και όπου, κανείς, μα κανείς να μη σκέφτεται τα προηγούμενα λάθη και τα πάθη της…
Συμπεράσματα; Ποιοι είναι, λοιπόν οι άνθρωποι και ποιοι τα ανθρωπάκια;
Εγώ, μόνο θλίψη νιώθω κάθε φορά που τα θυμάμαι… Και προβληματίζομαι καθημερινά. Τι φταίει;
Λίγη περισσότερη αγάπη σε αυτούς, που εγώ τους ονομάζω μειωμένες προσωπικότητες, γιατί τους έχει μειώσει ο εαυτός τους, η ζωή, η οικογένεια, το σχολείο, ο εργοδότης και δεν ξέρω ποιος άλλος, και που, τις περισσότερες φορές, γίνονται ο αποδιοπομπαίος τράγος του κάθε κομπλεξικού, τάχα σωστού ανθρώπου, που θα τους βάλει στόχο, ώστε να έχει την ευκαιρία να ξεσπάει επάνω τους κάθε του ιδιοτροπία.
Και μετά,… να το παίξει και κύριος ή κυρία!!!...
Λίγη περισσότερη αγάπη!!!...
Σίγουρα, πολλά… δε διορθώνονται! Αλλά ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος, με συναισθήματα, με καρδιά, με παρελθόν, με παρόν και με μέλλον. Όπως εμείς, όπως το παιδί μας….
Λίγη κατανόηση δεν κοστίζει τίποτα! Λίγη κατανόηση που να μεταφράζεται σαν ελπίδα, ότι όλα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο! Ότι όλοι μπορούν να αλλάξουν!
Σαν απαύγασμα όλων βάζω τη φράση του LEONARD COHEN που διάβασα πρόσφατα σε μια σοφή ανάρτηση: "Η ζωή είναι σαν το χορό... Αν κάνεις ένα λάθος βήμα....απλά....συνεχίζεις"!!!
Αυτό ακούγεται όμορφο, όταν μιλάμε για το εγώ μας, μας χαρίζει αισιοδοξία και σιγουριά για το μέλλον! Και θέλουμε να μπορούμε να ξανακάνουμε καινούρια αρχή σε κατεστραμμένα όνειρα!
Ε, λοιπόν, το ίδιο ακριβώς συναίσθημα έχει και ο κάθε άλλος που περνάει σκυφτός δίπλα μας, βαρύς από την απόγνωση των λαθών του και διψάει για ένα βλέμμα ανθρώπινο, για ένα χαμόγελο ενθάρρυνσης, για μια φράση «σε νιώθω», για μια λέξη «μπορείς»!
Μπορεί να μη διορθωθεί τίποτα με αυτή μας την κατανόηση και την προσμονή του καλύτερου, μπορεί όμως και τα πάντα! Ποτέ δεν ξέρεις!
Αφήνω τις απαντήσεις σε σας!
Π. Μίλτου (Ένα ανθρωπάκι, που ακόμα παλεύει…)