να έπιανα φιλίες με έμπιστες και καθαρές πηγές,
αυτές να μου προσφέρουν τα νερά τους
κι εγώ με τη σειρά μου να ποτίζω όπου περνώ
χωράφια και ραχούλες φυτεμένες.
Θα ήθελα να ήμουνα ρυάκι δροσερό,
να γουργουρίζω όπου περνώ με ευχαρίστηση,
να πίνουν ζώα πεζοπόροι και πουλιά,
να ξεδιψούν, να λούζονται τα καλοκαίρια τα καυτά,
να ξεκουράζονται στις όχθες μου για λίγο,
να παίρνουν δύναμη, να συνεχίσουν τη ζωή.
Αχ, ήθελα να ήμουν ποταμάκι,
μικρό και άσημο και ήρεμο πολύ,
να κελαρύζω ρυθμικά και να ευφραίνω τις ψυχές,
να χαιρετώ τα λούλουδα, τα δέντρα,
που συντροφεύουν τα όριά μου με αγάπη
και να προσφέρω ομορφιά απλόχερα παντού.
Αχ, ήθελα να ήμουνα ποτάμι,
ωραίο, δυνατό και μεγαλόπρεπο,
να αντανακλούνε τα νερά μου πλήθος τις ανταύγειες
από τα δάση, τα βουνά και τα λαγκάδια,
να αλλάζουν οι εποχές στη ράχη μου με χάρη,
να ερωτοτροπώ με καταρράκτες απαλούς,
μέσα στα σπλάχνα μου να μεταφέρω τη ζωή,
ψάρια, γυρίνους κι άλλα πλάσματα περίεργα,
να κελαρύζω ρυθμικά και να ευφραίνω τις ψυχές.
Κι αν μου έλεγαν να γίνω χείμαρρος θα το δεχόμουν,
όχι για πάντα, μα υπάρχουν και ώρες που χρειάζεται,
η ορμή και ο θυμός κι η αγανάκτηση,
για όσα γίνονται στη γη και στους αθώους,
τόση η φτώχια, η αδικία, η βρωμιά!
Να παρασύρω τα σαθρά κι όλα τα σάπια
και να αφήσω καθαρά τα πάντα πίσω μου!...
Όμως η βία με φοβίζει και η οργή,
δεν είναι λύση στην κακία τα συντρίμμια,
αν καταστρέψεις, δεν μπορείς να χτίσεις πάλι.
Αχ, ναι, ποτάμι προτιμώ να είμαι μεγάλο,
πανέμορφο, μελωδικό, πλωτό και ήρεμο,
να αφήνουν καραβάκια τα όνειρά τους όλοι
κι εγώ να τα πηγαίνω στον Θεό!
Π. Μίλτου