(Το παρόν κείμενο είναι αλληγορικό, εμπνευσμένο από μια φράση που μου ελέχθη κάποτε και αλήθειες που έχω ζήσει η ίδια, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, όμως… μην το συνδέσετε με υπαρκτά πρόσωπα, γιατί το έχω διασκευάσει έτσι, ώστε να παραμένει αλληγορικό.)
Κάποτε…
Ζήτησα από κάποιον, που είχε μεγάλη θέση στην κοινωνία, οικονομική άνεση, γνωριμίες και ο κόσμος τον θεωρούσε… «θαυμαστό», επειδή δήλωνε παντού ότι η ζωή του είχε σκοπό να βοηθά τους αδύναμους,… του ζήτησα να με βεβαιώσει και μένα πως, αν χρειαζόμουν ποτέ οποιαδήποτε βοήθεια, δε θα αρνιόταν να μου τη δώσει.
Εκεί που βρισκόμουν, ολομόναχη, χωμένη ως το λαιμό μέσα στα δύσκολα και τους κινδύνους, ήθελα να νιώσω λιγάκι ασφάλεια, έστω… για μια φορά της ζωής μου.
Η αλήθεια είναι πως φταίει και ο χαρακτήρας μου ο ανόητος, επειδή μαθαίνω, αφού πρώτα έχω καταστραφεί.
Έβλεπα, ναι,… έβλεπα…. Έβλεπα τους πάντες να απαιτούν και να παίρνουν, να απαιτούν με αναίδεια και με το ύφος αυτού που του χρωστάνε και να αποκτούν όλα όσα είχαν ζητήσει και ακόμα περισσότερα… Και συνέχιζαν με περισσότερο θράσος και με αναισθησία, κι όμως,… κέρδιζαν τα όσα ήθελαν…
Ακόμα και αυτοκίνητα καινούρια και σπίτια και δωρεάν ενοίκια και… και… χωρίς να έχουν προσφέρει το παραμικρό (ή αν έκαναν κάτι ήταν πάντα με κριτήριο το συμφέρον και το κέρδος), και χωρίς φιλότιμο για τίποτα.
Μόνο απαιτούσαν και έπαιρναν… και συνέχιζαν αχόρταγοι. Και το άξιο απορίας ήταν πως, η άλλη πλευρά,… του Δωρητή, ουδεμία αντίρρηση έφερνε ούτε μια γκρίνια… τίποτα… Έδινε άνετα και με χαμόγελο, με φυσικότητα, με συναίσθημα ότι πρόσφερε σε αδύναμους και σε ανθρώπους προσφοράς και αξίας μεγαλύτερης από όσα τους έδινε(!)
Μερικοί, να μην πω, σχεδόν όλοι τους,… είχαν πετύχει να είναι κάτι σαν… παρακοιμώμενοι του Σπουδαίου ανθρώπου, το δεξί του χέρι (άσχετο αν δεν έκαναν τίποτα από το να τρώνε και να πίνουν δωρεάν χωρίς να αποδίδουν τα ίσια, μερικοί κατέστρεφαν κιόλας το έργο του ή… έκλεβαν με τρόπο χρήματα πολλά).
Και όλο και ανέβαιναν στην κλίμακα της εξουσίας οι αχρείοι, έπιαναν θέσεις σπουδαίες, άχρηστοι τελείως και μη έχοντες γνώση σε κανένα αντικείμενο της υποχρέωσής τους, και μάλιστα ειρωνεύονταν και όσους είχαν αξία, πτυχία, καλό χαρακτήρα, προσφορά σπουδαία με θυσίες πολλές.
Και ο Μεγάλος… δεν έβλεπε τίποτα.
Τους μόνους που κατσάδιαζε πάντα, που τους έβαζε εμπόδια με το να μην τους παρέχει ούτε τα απαραίτητα για να μπορέσουν να αποδώσουν καλύτερα, που τους άφηνε άσκεπους στη βροχή, τους κεραυνούς, το κρύο και την κακία… που τους είχε συνεχώς στην τσίτα να υποφέρουν και να μην τολμούν να μιλήσουν (θεωρούνταν και υπερβολικοί, αν το έκαναν), που τους είχε εύκολους για τιμωρίες και δυσμένεια και… ξεπάστρεμα… ήσαν οι καημένοι οι καλοί γύρω του.
Αυτοί που είχαν έρθει να τον βοηθήσουν, να ανακουφίσουν τον κόσμο, να αγαπήσουν ανεξαιρέτως τους πάντες, να δώσουν προώθηση στο όραμά του και στο έργο του μεγαλύτερη ανάπτυξη, αυτοί, που τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν και που, αντί να κερδίζουν από αυτόν, όπως οι αχρείοι, υπέμεναν όλες τις κακουχίες και έδιναν και από τα δικά τους απλόχερα, με αποτέλεσμα… να καταλήξουν στο τέλος οι ίδιοι πάμφτωχοι και με χρέη… Αυτοί… ήσαν τα μαύρα του πρόβατα…
Τους άφηνε και τότε, τους άφησε και μετά, για πάντα ακάλυπτους…
Κάτι φράσεις φιλοσόφων και άλλα αρχαία ρητά και νεότερα γνωμικά, κάτι λόγια Θεού και Αγάπης, πλούσια εδάφια της Αγίας Γραφής και τη συμβουλή να μη χάνουν την πίστη τους και να διαβάζουν το Ψαλτήρι… με κάτι τέτοια τους ξεπέταξε ή, μάλλον, τους πέταξε όλους τους πραγματικούς του φίλους,… όταν ήρθε η ώρα που οι αυλοκόλακες αυξήθηκαν γύρω του και δεν τους είχε πια ανάγκη…
Τότε,… ήμουν ακόμα αθώα, άβγαλτη στην πονηριά των… «θαυμαστών» ανθρώπων, μέσα στα οράματα και στη δίνη της προσφοράς, την ομορφιά της στοργής που έδινα, στις ιδέες για ένα σωρό πληγωμένους, τους οποίους μπορούσαμε να είχαμε αγκαλιάσει ακόμα… Ήμουν μέσα στην τρέλα μου ή, μάλλον, αρνιόμουν να δω τη φρίκη πίσω από τον εγωισμό, που χτυπάει και τους καλύτερους… ιδίως αυτούς, που κάθονται σε μεγάλες καρέκλες και που τους λιβανίζει πολύ ο κόσμος και τους ανεβάζει με ευκολία στα σύννεφα… και τους θεωρεί άπτωτους…
Τότε ήταν, που ακόμα… «θαύμαζα» κάποιους σαν αυτούς, έχοντας εμπιστοσύνη στη γνώμη των πολλών, και νιώθοντας την ανάγκη να με στηρίζει κάποιος στα πολύ δύσκολα, σαν άνθρωπος κι εγώ, έκανα το λάθος να του ζητήσω τη διαβεβαίωση ότι, αν χρειαζόμουν κάποια προστασία κι εγώ,… θα την είχα.
Τι στο καλό, ως τότε μόνο έδινα, δε ζητούσα, δεν παραπονιόμουν, δεν είχα την απαίτηση για καμιά διευκόλυνση ούτε για μια πιο ανθρώπινη και ήρεμη καθημερινότητα…
Ήσαν όλα μια καλή περιπέτεια και είχα εμπιστοσύνη… απόλυτη… σε αυτό το «θαυμαστό» και «ξεχωριστό» ον…
Όμως… η απάντηση στο αίτημά μου, να με έχει έννοια κι εμένα λίγο, ήταν που με προσγείωσε απότομα. Τότε, έσπασε μέσα μου το γυαλί της αθωότητας και πονηρεύτηκα ότι κάτι λάθος κρυβόταν πίσω από την πανέμορφη βιτρίνα της υπεροχής και υποψιάστηκα δίκαια την απόλυτη αδικία και την ερημιά και την τέλεια εγκατάλειψη που θα ακολουθούσε ως… δώρο για μένα… όπως και για άλλους…
Η απάντηση του «θαυμαστού» ήταν: «Εσύ δεν έχεις ανάγκη από τίποτα και από κανέναν. Εσύ… είσαι δέντρο του δάσους.»
Πάγωσα ολόκληρη! Φοβήθηκα! Με έπιασε η αγωνία για το μέλλον μου… Ήταν πλέον αργά! Είχαν πέσει οι μάσκες και ο… θαυμασμός μου και η εμπιστοσύνη… πήγαν περίπατο. Ήθελα να ουρλιάξω τον πόνο μου το μεγάλο! Επιθυμούσα να του εξηγήσω ότι είχα «πιάσει» το νόημα.
Όμως,… πότε σε αφήνει η κοινωνία να ορθοποδήσεις και να κρίνεις μόνος σου για τη ζωή σου, την οποία μόνο εσύ γνωρίζεις από κάθε οπτική γωνία; Κανείς δε με κατάλαβε στην τρομάρα και τη δυστυχία μου… Οι λίγοι έμπιστοι «σοφοί», που τους είχα επίσης εμπιστοσύνη για την «ανώτερη σκέψη» τους και στους οποίους ανέφερα τη θλίψη μου με αγωνία, με μάλωσαν κιόλας, λέγοντας τα ίδια πάλι και πάλι, όλοι τους: «Είσαι χαζή; Δεν κατάλαβες πόσο τιμητικό ήταν αυτό που σου είπε ο κ. Τάδε; Δέντρο του δάσους… Πω πω! Ξέρεις τι θα πει δέντρο του δάσους;»
«Ναι, ξέρω! Ότι δεν είμαι άνθρωπος, δεν έχω αισθήματα, ψυχή, σώμα, ανάγκες,… τίποτα. Μου δήλωσε ξεκάθαρα ότι θα με αφήσει ακάλυπτη», επέμενα εγώ.
Και όλο με αποπροσανατόλιζαν και με απέτρεπαν να σκεφτώ… «αρνητικά», άκουγα μάλιστα συνέχεια την κατσάδα: «Φοβάσαι φαντάσματα. Απεναντίας, αυτό το «θαυμάσιο πρόσωπο», σου δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη ότι μπορείς να τα καταφέρνεις μόνη σου, ότι είσαι πρόσωπο που αξίζει και δεν έχεις ανάγκη από βακτηρία, ότι… ότι… »
«Για σκέψου, ένα δέντρο του δάσους δεν έχει ανάγκη φροντίδας κηπουρού, φυτρώνει μόνο του, μεγαλώνει με τη δική του δύναμη, χαρίζει οξυγόνο και μια παχιά σκιά σε κάθε κουρασμένο οδοιπόρο… »
Ήρθε η ζωή και με επιβεβαίωσε, φίλοι μου… Καλύτερα, να σκέφτεσαι μόνος σου, όταν η διαίσθησή σου σε έχει ήδη προειδοποιήσει…
Καλύτερα να αφήνουμε τον άνθρωπο, που γνωρίζει πολύ καλά τι πέρασε και τι περνάει, να αποφασίζει αυτός για τη ζωή του, ανεπηρέαστος…
Α, ναι! Ήμουν πράγματι ένα δέντρο του δάσους για τον «θαυμαστό» φιλάνθρωπο και για όλους τους άλλους, όσους μου έλεγαν… βλακείες- θεωρίες και με αναστάτωναν κι άλλο, επειδή ήμουν μόνη μου, ακόμα και για να βλέπω την αλήθεια.
Θα σας πω εγώ τι έγινε. Μόλις τέλειωσε το συμφέρον… το δέντρο του δάσους ξεχάστηκε επικίνδυνα ή, μάλλον, θα είχε δοθεί για ξυλεία, να το πετσοκόψουν και να το κάψουν στα τζάκια τους οι άλλοι, οι αφιλότιμοι… χωρίς καμιά ντροπή και λύπηση.
Ήμουν ένα υλικό αναλώσιμο από εκείνους, που πριν είχα θαυμάσει…
Αλλά, εδώ έγινε ένα θαύμα…
Το δέντρο, αποφάσισε μια μέρα να βγάλει τις ρίζες του από το χώμα, να συρθεί και να χωθεί πιο βαθειά στο δάσος του το προηγούμενο, το πυκνό… και να μεταφυτευτεί εκεί. Ήθελε να σωθεί. Με ένα παράπονο… Δεν του άξιζε μια τέτοια σκληρή και ανάλγητη αντιμετώπιση, γιατί είχε προσφέρει τα πάντα με αυτοθυσία, με ειλικρίνεια και ευσυνειδησία!...
Όλοι οι άλλοι, οι άχρηστοι, είχαν βοηθηθεί πολλαπλώς και το δέντρο το χρήσιμο, πεταγόταν σαν άχρηστο και με αδιαφορία για την τύχη του…
Δεν ξέρω αν τα κατάφερε να σωθεί το δέντρο μου! Δεν έγινε, βέβαια, ξυλεία στα τσεκούρια των αισχρών και πονηρών, αλλά το δάσος, στο οποίο είχε γεννηθεί και είχε επιστρέψει με ελπίδα να σωθεί, του φάνηκε εντελώς καινούριο. Είχαν αλλάξει πολλά εκεί και τα δέντρα τα άλλα, τα διαφορετικά σε είδος, αποδείχτηκαν εχθρικά και αρνητικά στην αποδοχή του, σαν όμοιό τους και ίσιο τους στα δικαιώματα…
Ήταν… διαφορετικό αυτό το δέντρο! Ξεχώριζε! Ήταν και κουτσουρεμένο, κατακουρασμένο, εξαντλημένο, μισοκαμένο… δεν έμοιαζε σε τίποτα στα καλοζωισμένα δέντρα που ποτέ τους δεν πέρασαν κακουχίες και βάσανα. Μα… ήταν… σκάνδαλο και που υπήρχε αυτό το δεντρί!... Και το απομόνωσαν φρικτά τα υπόλοιπα δέντρα του παλιού δάσους, το κουτσομπόλεψαν, το βασάνισαν με πονηριά, του έδωσαν να σηκώσει ακόμα περισσότερο βάρος, κι ας μην άντεχε, το πέταξαν στη χειρότερη γωνιά… μόνο του. Ολομόναχο και αβοήθητο τελείως! Βορά στις ορέξεις των ξυλοκόπων που έκοβαν κάθε τόσο τα κομμάτια του τα ροζιασμένα, πειρασμό λαχταριστό στα νύχια των θηρίων που ξύνονταν πάνω του, επιθυμία για σκάψιμο του δρυοκολάπτη που το τρυπούσε αδιάκοπα ολοχρονής, στα ζευγαράκια μια μανία να γράφουνε καρδούλες και ονόματα στον κατατσακισμένο του κορμό, σκουπίδια πετούσαν στις ρίζες του οι απρόσεκτοι...
Το δέντρο πονούσε, πονούσε πολύ, πονούσε, βογκούσε… Πονάει, πονάει… βογκάει ακόμα…
Βογκάει η ψυχή μου στην τόση κακοποίηση, τη μυστική και συνεχόμενη… Ένα παράπονο αναδύεται μέσα μου κάθε πρωί.
«Γιατί;»
Επειδή…
Δεν είμαι δέντρο. Δε μένω σε δάσος. Δεν έχω ρίζες. Δεν είμαι ίδια με κανέναν άλλο. Δεν ανήκω στην ομάδα, στην οικογένεια… στο σύνολο των όσων έχουν μάθει να βασανίζουν μόνο, να καταστρέφουν και να μισούν χωρίς να σκέφτονται και χωρίς να αισθάνονται…
Δεν είμαι δέντρο! Και δεν το δέχομαι! Αυτή η φράση ήταν μια πονηριά για να μην έχει κανείς ευθύνη για οτιδήποτε θα ακολουθούσε.
Γιατί, με είπες δέντρο, φίλε «θαυμαστέ», αλλά δε μου εξήγησες τουλάχιστον, ποιο είναι το είδος μου;… Τι δέντρο με φαντάστηκε η δική σου θέληση; Φτελιά, πλατάνι, κυπαρίσσι, έλατο, οξιά, ιτιά κλαίουσα ή… θάμνο κατσιασμένο και μαδημένο από τα κατσίκια;
Με είπες δέντρο, χωρίς να με ονομάσεις και να μου προσδώσεις μια ιδιότητα, τέλος πάντων… γιατί, δεν μπορεί, κάπου θα άξιζα κι εγώ…
Με είπες δέντρο του δάσους σκόπιμα, αλλά και άπονα.
Άπονα και σκληρά! Γιατί το δέντρο του δάσους δεν το φροντίζει ΠΟΤΈ κανείς! Το δέντρο του πάρκου, κάποιος το φροντίζει από την αρχή, τοποθετεί τον σπόρο στην κατάλληλη γη, τον σκεπάζει απαλά με το χώμα για να είναι στα ζεστά, του ρίχνει το νερό ανάλογα με την εποχή και την ανάγκη, χαϊδεύει το πρώτο φύτρο με προσμονή, αγγίζει τον μικρό του κορμό με στοργή και επιθυμία να το δει να μεγαλώνει άνετα, το κλαδεύει με προσοχή, το προστατεύει με φράκτη, βάζει πινακίδες απαγορευτικές για να μην το πειράξουν ανόητοι, το έχει έννοια για χρόνια και χρόνια…
Δε με είπες δέντρο του πάρκου σκόπιμα, όχι από θαυμασμό…
Και λέω ότι είσαι άπονος γιατί… το δέντρο του δάσους φυτρώνει τυχαία, όπου πέσει ο σπόρος… ακόμα και στην πιο απότομη πλαγιά του γκρεμού και σε πέτρα και σε ρέμα επικίνδυνο κοντά…
Το σπόρο, λοιπόν, αυτού του έρημου δέντρου, κανείς δε θα το σκεπάσει με χώμα, το βλαστάρι του θα μείνει εκτεθειμένο στους κινδύνους των φυτοφάγων ή… των ποδιών που θα το πατήσουν αλύπητα… πολλές φορές… θα τυραννιστεί από τη γέννησή του. Το δέντρο του δάσους, φίλε μου, κανείς δε θα το χαϊδέψει στον κορμό, αντίθετα θα το σκίσουν και θα το μαχαιρώσουν και θα το γράψουν ως βαθειά… Το δέντρο του δάσους είναι ευάλωτο σε κάθε καταιγίδα που θα το τραντάξει και θα το ξεριζώσει και θα το πετάξει άχρηστο να το πάρει ο χείμαρρος… Μπορεί ακόμα να του κάψει την κορφή ο κεραυνός ή και ολόκληρο… Δεν ξέρει το είδος και την ταυτότητά του, δε γνωρίζει σε τι είναι χρήσιμο… παρά μόνο, αν του το δείξουν απάνθρωπα οι ξυλοκόποι και οι περαστικοί…
Δεν έχει μεγάλη τιμή, ένα δάσος δε ζει μέσα στον κόσμο, δεν ξέρει να μετρά τις εποχές, παραμένει στην απόλυτη σιωπή και απομόνωση, εκτός αν τύχει να είναι κοντά ο δρόμος και περνούν κάθε τόσο τουρίστες…
Μα, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, κανείς δε θα δώσει σημασία στο ένα… Κανείς δε θα το προσέξει ,να το ξεχωρίσει και να το πλησιάσει ιδιαίτερα… Ώσπου… κάποια στιγμή, όταν ο κύκλος της ζωής του θα έχει τελειώσει, θα μαραθεί μόνο του και θα πέσει στη γη γεμάτο πληγές της ερημιάς και αδιαφορίας… όλων. Και των άλλων δέντρων. Γιατί στο δάσος, όλα τα δέντρα κουβαλάνε τη δική τους ιστορία… και δε σκοτίζονται για τα τόσα άλλα γύρω τους.
Στο δάσος… οι νύχτες που φυσάει ο βοριάς είναι γεμάτες ουρλιαχτά και βουή, ο ήλιος τις μέρες δε φτάνει ως κάτω στη γη να φωτίσει και να ζεστάνει τις ρίζες, τα πουλιά κι αυτά, κελαηδούν ανάλογα με την εποχή και τον καιρό… κάποτε, μπορεί να καεί από εμπρησμό κακών ανθρώπων… ή να ξεραθεί από αρρώστια αβοήθητο…
Τι άσχημη ήταν αυτή η φράση, πόσο βαθιά απάνθρωπη η φιλοσοφία της, μόνο και μόνο για να σβήσεις κάθε ίχνος της προσφοράς και να μην αποδώσεις την ευγνωμοσύνη ούτε με ένα ευχαριστώ...
Λοιπόν, δεν το δέχομαι, φίλε! Δεν είμαι δέντρο, είμαι άνθρωπος. Χρειάζομαι όσα χρειάζεται κάθε άνθρωπος από τη γέννησή του ως το θάνατο. Όσα χρειαζόσουν κι εσύ, από μωρό ως τα τώρα. Αγάπη, στοργή, φροντίδα, σεβασμό, ελευθερία, ευγένεια, κατανόηση και… ένα χέρι βοήθειας σε ώρες δύσκολες… μια συμπαράσταση καλοσύνης.
Είμαι άνθρωπος και μιλάω εκ μέρους όλων, όσων τους χαρακτήρισαν ή τους φέρθηκαν όπως σε ένα δέντρο ή, μάλλον,… χειρότερα και σκληρότερα από ένα δέντρο… που τάχα θαύμαζαν…
Είμαι άνθρωπος, γεμάτη συναισθήματα, των οποίων με τη φράση σου, θέλησες να αρνηθείς την ύπαρξή τους μέσα μου και με συνείδηση του πόσο άνθρωπος είμαι, κάθομαι τώρα στην άκρη, μπροστά στο ποτάμι της μοίρας όλων μας και σκέφτομαι ότι πληρώνω και θα πληρώνω ως το τέλος της ζωής μου, χωρίς να φταίω σε τίποτα, μια υποκρισία, μια ψευτιά και μια σκληρότητα αφάνταστη, κρυμμένη πίσω από ένα προσωπείο ή… από πολλά προσωπεία.
Και θα πληρώνω την εμπιστοσύνη την απόλυτη του θαυμασμού μου…
Επειδή, όσοι με ανέθρεψαν και όσοι με συντρόφεψαν στις φιλίες μου, δε με είχαν μάθει πως ο θαυμασμός στο ανθρώπινο πρέπει να έχει μέτρο και να αποδίδεται περισσότερο στην προσπάθεια για το καλό, παρά στο πρόσωπο. Ούτε ακόμα στα βραβεία και τα κατορθώματα. Και αυτά μπορεί την επόμενη στιγμή να ανατραπούν ή να χαθούν!
«Τα πάντα ρει», και ο άνθρωπος κρύβει πολλά μυστήρια μέσα του!
Η ευγνωμοσύνη αποδίδεται μόνο από καθαρές ψυχές, ακόμα και για κάτι ασήμαντο!
Οι ψεύτικοι «Μεγάλοι»… μόνο ναρκισσισμό και αυτοθαυμασμό επιδεικνύουν, στους άλλους δεν προσδίδουν ούτε την παραμικρή αξία.
Αλλά… το ποιοι αξίζουν αληθινά… θα το κρίνει ο χρόνος… αν σταματήσει κάποια στιγμή να γυρίζει γύρω τους ο κόσμος ο φτιαχτός και να τους παίρνουν οι κάμερες…
Όταν τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν, σβήνει και το λάθος… και η δόξα επιστρέφει εκεί που πραγματικά ανήκει...
Μη θαυμάζεις, ψυχή μου, κανέναν από φήμη και μόνο. Άλλη φορά να προσέχεις πολύ! Οι άνθρωποι είναι… κρυφά πλάσματα, μυστηριώδη.
Κι εδώ που τα λέμε, ούτε τον εαυτό μας δε γνωρίζουμε απόλυτα. Σήμερα έτσι και αύριο… αλλιώς… και απορούμε πόσο παράξενοι είμαστε…
Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται να εμπιστευτούμε τον άλλον άγνωστο…
Το μόνο σίγουρο, τελικά, είναι ο αγώνας για την Αλήθεια και την Αγάπη!... Αυτό, ναι! Αξίζει...
Π. Μίλτου (Ένα δέντρο του δάσους, είμαι … Ποιου δάσους, όμως;)