Γύρω τα δέντρα του πυκνά, λουλούδια ονειρεμένα,
και εγώ γερμένη στον κορμό μιας γέρικης ιτιάς.
Ήμουνα μόνη μου, ήσυχα, τριγύρω σιωπή.
Ούτε κελάηδισμα πουλιού ούτε ανέμου άχνα.
Σιγή απόλυτη, κανείς, ούτε εχθρός, ούτε θνητός,
ούτε κανένας φίλος.
Αχ, είπα, ξεκουράστηκα, θα ονειρευτώ ουρανό,
πουλιά ελεύθερα, αετούς, γεράκια δυνατά.
Θα νιώσω ελεύθερα πολύ για να πετάξω μακριά
να μην τους συναντήσω, όσους με πίκραναν στη γη.
Κι αν ήταν να μη γύριζα, να έμενα ψηλά,
να μη με φτάσουν πάλι οι απειλές της γης,
στην τρυφερή την αγκαλιά αυτών που έχω εκεί,
ασφάλεια να έβρισκα και καταφύγιο ζεστό.
Μα ήταν μόνο ένα όνειρο και ξύπνησα ξανά.
Σηκώθηκα σιωπηλή κι η σκοτεινιά στο δώμα,
μου έφερε λιποψυχιά.
Θα προτιμούσα να ήμουνα για πάντα μες στον ύπνο,
σαν την ξανθιά πριγκίπισσα ενός παραμυθιού.
Μα ο πρίγκιπας που ερχόταν,… να έχανε το δρόμο
και να μη με ξυπνούσε!
Π. Μίλτου