Έβγαινε κάθε δειλινό, όσο κρατούσε η Πασχαλιά,
ντυμένη στα λευκά, τα νυφικά από δαντέλα αέρινη
Κρατούσε στα χέρια ένα μπουμπούκι ρόδου
και κοίταζε με πόθο τον ουρανό.
Τις νύχτες με βροχή και χιόνι,
ονειρευόταν ξαστεριά.
Όταν συννεφιά έκρυβε τη σελήνη,
η φαντασία της τρύπωνε πίσω τους
και απολάμβανε το φως της το γαλάζιο.
Λίγες βραδιές η συννεφιά αποσυρόταν.
Και τότε, ύψωνε στα αστέρια τα χέρια,
έκανε τις ευχές της με λάβα- ψυχή, καυτή ζωή,
και άφηνε το τριαντάφυλλο να το πάρει ο άνεμος.
Κάθε τέτοια βραδιά, μια λευκή αναρριχώμενη,
άνθιζε ευτυχισμένη ως το επόμενο Πάσχα.
Μετά, τα ρόδα έπεφταν και στόλιζαν τη γη.
Η κόρη αποσυρόταν να περιμένει την ετήσια θυσία.
Πόσες φορές, πόσες χρονιές…
Μα η φθορά άφησε, κάποτε, το μπαλκόνι έρημο,
την τριανταφυλλιά χωρίς λουλούδια,
το νυφικό κρεμασμένο σε μια γωνιά,
σαν πανί ιερό, απαστράπτον!
Ο γάμος είχε ήδη συμβεί, μια ώρα μυστική.
Ούτε βιολιά ούτε γιορτές δεν τον συνόδευσαν.
Μονάχα ένα κλάμα της απώλειας από τις θύμησες.
Οι άλλες Πασχαλιές, βρήκαν τα αστέρια
να λαμπυρίζουν ζωηρά στο χώμα…
Προσκυνούσαν εκεί,
που είχε περάσει μυρωμένη… η Αγάπη!
Μόνο τα μάτια των παιδιών, μπορούν να δουν.
Μια αόρατη νύφη, κάθε Πασχαλιά να ραίνει ροδοπέταλα
και να φωνάζει «σ’ αγαπώ»
σε έναν πανώριο άρχοντα καβάλα σε πήγασο νεφών.
Μονάχα τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν!
Copyright © Πόλυ Μίλτου