«Ενόσω, λοιπόν, βρίσκονταν στον αγρό, επιτέθηκε ο Κάιν στον Άβελ τον αδελφό του και τον σκότωσε.» (Γένεση 4:4-8).
Ενώ, λοιπόν, βρίσκονταν στο χωράφι, ο Κάιν επιτέθηκε στον αδερφό του τον Άβελ και τον σκότωσε. (Αυτό έγινε από τη ζήλεια του, γιατί είδε πως ο Θεός δεχόταν περισσότερο τη θυσία του αδελφού του.)
Κάποτε,
όταν μόλις με είχαν πάρει οι «τάχα γονείς» μου, που για να τους θαυμάσει ο κόσμος, με έντυναν καταπληκτικά, σαν μοντέλο, με πανάκριβα ρούχα μεταξωτά, και παπούτσια μοναδικά και καπελάκια βελούδινα και με περιέφεραν για να με δουν όλοι…
Τότε, λοιπόν, έτυχε να έχουμε παιδιά πολλά στη γειτονιά και να παίζουμε μαζί, έξω…
Η πόλη ήταν ακόμα όμορφη, ήσυχη, οι γειτονιές με δρόμους αραιής κυκλοφορίας και με μικρά σπιτάκια και αυλές…
Παίζαμε έξω χωρίς φόβο ούτε από αυτοκίνητα ούτε από ανθρώπους, αφού όλοι ήσαν γνωστοί.
Ήμουν πολύ χαρούμενη που είχα βρει τόσες καινούριες φίλες, σχεδόν συνομήλικες και ένιωθα πως θα κάναμε παρέα για πάντα.
Τι βλάκας που ήμουν από μικρή!
Δεν είχα ζηλέψει ποτέ, παρόλη την ορφάνια μου κι από τους δύο γονείς, παρόλη τη φτώχια με την οποία είχα μεγαλώσει, παρόλο το απρόσωπο και ψυχρό ορφανοτροφείο, που είχε υποδεχτεί τα νηπιακά μου χρόνια με καμία στοργή, παρόλη την παράξενη υιοθεσία, όπου κανείς ποτέ ούτε με είπε ούτε με ένιωσε παιδί του.
Γι’ αυτό… δεν αναγνώριζα τη ζήλια και ήμουν αφελής. Θεωρούσα πως, όπως εγώ χαιρόμουν για όλων τα καλά, έτσι θα χαίρονταν και… οι φίλες μου.
Όταν αντιμετώπισα κάποια μέρα τα μούτρα, την ψυχρότητα, το κουτσομπολιό και παιδιών και γονέων, ώσπου ξαφνικά με έκαναν πέρα από την παρέα. (Όλοι φτωχοί ή πολύ φτωχοί στη γειτονιά, ενώ εμείς πλούσιοι) και η «μαμά» μου είπε για πρώτη φορά τη φρικτή φράση: «Σε ζηλεύουν!»
Έπαθα το μεγαλύτερο σοκ, σαν παιδί. Την κοιτούσα με ορθάνοιχτα μάτια, όσο μου εξηγούσε τι σήμαινε αυτή η φράση και γιατί συνέβαινε και μέσα μου η καρδιά μου έσπαγε κομματάκια.
Εμένα ζήλευαν; Που δεν είχα γνωρίσει τους γονείς μου, που ήμουν στα ξένα χέρια, που κανείς δε με αγαπούσε;
Από τότε, κομμάτια είναι η καρδιά μου, ή μάλλον, όσο πάει τα κομματάκια αυξάνονται, στο τέλος δε θα μείνει τίποτα, σκέφτομαι. Ίσως τότε, να πεθάνω και να ησυχάσω από αυτή τη φρικτή κατάσταση.
Πριν φύγω για Αλβανία, ένας άγιος Παππούλης μού είπε πως αυτός θα είναι ο σταυρός μου, ώσπου να πεθάνω. Ό, τι και να κάνω, όπου και να πάω, κάθε μέρα, η προφητεία του βγαίνει αληθινή και με κάνει αφόρητα δυστυχισμένη.
Η ζήλια στα παιδιά είναι ανησυχητικό γεγονός, που πρέπει να αντιμετωπιστεί εγκαίρως.
Η ζήλια των μεγάλων, όμως, δεν είναι καθόλου αθώα. Πρόκειται για αρρώστια, την οποία αυτός που την έχει, δεν την καταλαβαίνει ή τη δικαιολογεί με πλήθος ανόητα επιχειρήματα και που, γρήγορα, μετασχηματίζεται σε φθόνο.
Όταν η ζήλια, γίνει φθόνος, αλλοίμονό σου… Θα σε κυνηγάει μαινόμενη, ώσπου να σε δει να πεθαίνεις! Χαίρεται να σου κάνει κακό, να σε συκοφαντεί για… «την αγάπη» και «καλό σκοπό», να επηρεάζει τους πάντες εναντίον σου με ψεύτικες πληροφορίες, ώστε να σε αποξενώσει από κάθε βοήθεια, να ψάχνει εναγωνίως να βρει ακόμα και ένα πταίσμα για να το παρουσιάσει σαν το μεγαλύτερο λάθος των αιώνων, να σαρκάζει σε ό, τι καλό κάνεις, να μη σου αναγνωρίζει τίποτα σωστό και τίποτα ξεχωριστό...
Για τον φθονερό, είσαι ένα αντικείμενο για να ξεφορτώνει κάθε κόμπλεξ και κακία, δεν είσαι άνθρωπος, δεν έχεις δικαιώματα σαν τους άλλους, δεν πονάς ή, μάλλον, αν πονάς και υποφέρεις, αυτός χαίρεται! Κι όσο περισσότερο βασανίζεσαι και σε αναγκάζει να είσαι διαρκώς λυπημένος, αγχωμένος και θυμωμένος για την αδικία, τόσο περισσότερο ικανοποιείται. Η χαρά του φθονερού είναι μαύρη και αισχρή.
Και τρελαίνεται, αν καταφέρεις κάτι σπουδαίο. Θα κάνει και τότε τα πάντα για να σε μειώσει και να σε καταστρέψει εκ θεμελίων. Να σου βγάλει την επιτυχία ξινή, να σε κάνει να αισθάνεσαι συνέχεια απειλούμενος και αμυνόμενος.
Εσύ, αθώε μου που τόλμησες να υψώσεις ανάστημα, για τον φθονερό είσαι ένας σκουπιδοτενεκές των αποβλήτων της αιμοβόρας του διάθεσης.
Το άσχημο;
Ξέρει να κρύβεται καλά! Θα κάνει το φίλο σε σένα πρώτα. Να μάθει τα μυστικά σου, τι σε πονάει και με τι υποφέρεις και μετά… είναι έτοιμος.
Μπορεί να ενεργήσει άνετα. Με το παραμικρό και χωρίς να του έχεις κάνει τίποτα, θα δείξει θιγμένος ξαφνικά, θα σου πει ότι με κάτι τον πρόσβαλες, φυσικά δε θα δεχτεί εξηγήσεις, αφού όλα είναι πλαστά για να σε κάνει πέρα, να σε μεταμορφώσει τον πρώην φίλο, σε εχθρό και δεν πρόκειται να συζητήσει μαζί σου το παραμικρό.
Και μετά, θα κάνει φίλους ακόμα κι αυτούς που δήλωνε ότι σιχαινόταν και που τους κουτσομπόλευε αισχρά πίσω από την πλάτη τους, ώστε να μεθοδεύσει την αποξένωσή σου κι από όλους τους άλλους, να μην έχεις κανέναν με το μέρος σου. Γιατί, επειδή γνωρίζει το δικό σου ήθος, ξέρει καλά ότι δε θα τον προδώσεις ποτέ, αφού κάποτε ήταν «φίλος» σου.
Μα, φίλε μου, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς ότι φταις εσύ σε κάτι. Αν πράγματι τσακωθούν δυο φίλοι, το πρώτο που κάνουν είναι να το συζητήσουν, να κάνουν τα πάντα για την αγάπη και τη φιλία. Όμως, ο φθονερός ούτε φιλία ούτε αγάπη αναγνωρίζει. Μόνο συμφέρον… μέχρι να ρίξει στα τάρταρα το θύμα του φθόνου του. Ίσως, μετά, να μην του χρειάζονται πια και οι άλλοι, που τώρα τους λέει ότι τους αγαπάει και τους διπλαρώνει με πλήθος χαμόγελα και «καλή διάθεση»…
Αν ήξεραν….
Τι κρίμα!
Από τότε που ήμουν παιδί απορούσα… Δε βρίσκεις εύκολα το φθόνο σε ανθρώπους με πόνο. Το παράδοξο, το οποίο μου φαίνεται ασήκωτο, είναι ότι φθονούν αυτοί που τα έχουν όλα ή σχεδόν όλα, εκείνους που δεν έχουν τίποτα. Τους φθονούν για το ελάχιστο το δικό τους…
Ναι, έτσι είναι!
Πάντα το είχα το παράπονο!
Αυτοί που ως τώρα με φθονούν, έχουν οικογένεια ζεστή και αγαπημένη, σπίτι δικό τους, χρήματα, συγγενείς και ανέσεις και πλήθος άλλα ωραία… Ζουν άνετα μέσα στις χαρές και με όλα όσα θέλουν. Δεν έχουν μόνο το ένα.
Να καταστρέψουν έναν πεντάρφανο, που δεν έχει κανέναν, τίποτα και καθόλου χαρές. Αλλά… που έχει τολμήσει να ζει με αξιοπρέπεια και να προσπαθεί για τη ζωή και τα χαρίσματα, τα οποία σε όλους έχει μοιράσει ο Θεός, διαφορετικά ίσως, αλλά σε όλους κάτι όμορφο έχει δώσει.
Ω, ναι! Στη ζωή μου δε με στενοχωρεί μόνο ο ρατσισμός, αλλά κι ο φθόνος.
Μεγάλη αρρώστια! Δυστυχία αφάνταστη για εκείνον που τον έχει. Αόρατο πάθος! Που, όμως, βασανίζει συνέχεια, κάθε μέρα, κάθε μέρα…
Άθλια κατάσταση για έναν ενήλικα. Κι όταν βρει και άλλους του είδους του και ταιριάξει… τότε… μπορούν να σε φάνε ζωντανό!...
Κι εδώ λες, ίσως έπρεπε οι Έλληνες να είχαν τη συνήθεια της ψυχοθεραπείας, πού και πού…
Ίσως… να μειώνονταν τα κρούσματα αυτής της παράξενης και επικίνδυνης αρρώστιας, ίσως… να ησύχαζαν ψυχές!
Είμαι πολύ λυπημένη, που η προφητεία του Γέροντα, βγαίνει αληθινή σε κάθε μου βήμα.
Είναι μια φρίκη να αντιμετωπίζεις συνέχεια τη ζήλια και τον φθόνο, παντού! Και δεν το εύχομαι ούτε στον μεγαλύτερο εχθρό μου!
Όσο για μας τους ενήλικες, δεν υπάρχει δικαιολογία. Είμαστε υπεύθυνοι για όσα αισθανόμαστε και κάνουμε…
Πόσο άσχημο είναι να θεωρείς πως είσαι καλός άνθρωπος, ενώ υπάρχει έστω και ένας, που φθονείς τρομερά και που δε θες να τον βλέπεις μπροστά σου!…
Αχ, πόση δυστυχία!…
Υπάρχει, άραγε, φάρμακο;
Όσο τα παιδιά είναι μικρά, μπορούμε να κάνουμε πολλά για να πάψουν να ζηλεύουν αρρωστημένα. Για τους μεγάλους, όμως;
Δύσκολο, πολύ δύσκολο! Οι ενήλικες είμαστε πάντα ανεπίδεκτοι στην αυτοκριτική. Ο φθονερός… δεν ξέρει ούτε τη λέξη! Μόνο οι άλλοι φταίνε, μόνο οι άλλοι… Αυτός; Ο καλύτερος άνθρωπος(!)
Δεν ξέρω τι λένε οι ψυχίατροι και οι πνευματικοί για το θέμα.
Εμένα με ενδιαφέρει να βρω τρόπο να ανακουφιστεί η ψυχούλα μου, μα η προφητεία του Γέροντα με στοιχειώνει σε κάθε μου βήμα!
Ας βοηθήσει ο Θεός!...
Όσοι το έχουν πάθει, καταλαβαίνουν!
Π. Μίλτου