Το έχω συνήθεια, τέτοιες "χρονιάρες μέρες" να γράφω για... την άλλη πλευρά του κόσμου. Δεν ασχολούμαι με αυτόν της χαράς, αλλά με εκείνον που ζει στα σκοτάδια, στη σιωπή, τον σπαραγμό και την αποξένωση.
Και δεν είναι λίγοι και ζουν και αναπνέουν γύρω μας, ίσως μέσα στα σπίτια μας, αλλά ο ατομισμός μας και η μεγάλη ανάγκη χαράς που όλοι νιώθουμε να μας πιέζει αφόρητα το εσωτερικό μας, δε μας αφήνει καθαρό το οπτικό πεδίο της καρδιάς μας για να τους δούμε με μάτια διαφορετικά και να κατανοήσουμε το πλησίασμά τους.
Για σας, τα παιδιά της θλίψης, γράφω σήμερα.
Η ίδια έχω περάσει από βρέφος από τέτοιους ανήμερους- άγριους τόπους και ξέρω...
Οι χειρότερες μέρες είναι όταν όλα γιορτάζουν γύρω μας, ενώ η δική μας η ψυχή πνίγεται στον ματωμένο της βάλτο.
Αυτό το κείμενο, λοιπόν, μπήκε σαν μια δική σας κραυγή, αδέρφια μου θλιμμένα της γης.
Την αγάπη μου, όσο μπορεί να σας φτάσει...
Λίγοι, εκείνοι που τηρούν τις παραδόσεις, θα ξεκινήσουν και για τις εκκλησιές ντυμένοι τα καλά τους και θα ανταλλάσσουν ευχές μετά, με χαμόγελα μέχρι τα αυτιά.
Παντού γίνεται αυτό. Παντού ανταλλάσσουν ευχές. Και έτσι πρέπει.
Το καταλαβαίνω, ξέρεις, κάποτε κι εγώ ήμουν ανάμεσα στους γελαστούς που περίμεναν με προσμονή κάτι να αλλάξει τις μέρες τις «χρονιάρες», όπως λένε οι παλιότεροι.
Και, ναι, κάτι άλλαξε. Ξέρεις, τι;
Άλλαξα εγώ.
Δεν ανήκω πια στην ομάδα των γελαστών και πρόσχαρων. Και ξέρεις τι άλλο; Μου χτυπάνε στα νεύρα οι ευχές και, ακόμα χειρότερα, η επιμονή μερικών να μου εξηγήσουν. Να μου δείξουν με πείσμα ότι είμαι λάθος. Ότι κάτι δεν πάει καλά μέσα μου, που δεν πιστεύω… γενικά, που δεν πιστεύω…
Άκου, ρε φίλε, μη με πολιορκείς με τις θεωρίες σου και την αισιοδοξία σου και τις δικές σου όμορφες εμπειρίες, μη με σκοτίζεις με τη θρησκεία σου, μη μου μιλάς για το τι πρέπει και τι όχι.
Δε με νιώθεις ούτε στο τόσο. Είσαι απλά ένας σκληρός και ανάλγητος κριτής της άρνησής μου και δε σε νοιάζει να σταθείς να με ακούσεις, να αφουγκραστείς τη σιωπή μου. Γιατί, ναι, σωπαίνω.
Κάθομαι σε μια μεριά θλιμμένος και μαζεμένος στη μοναξιά της ψυχής μου και δε σε ενοχλώ. Δε σε πλησιάζω, δεν πλησιάζω κανέναν. Επειδή, όσες φορές προσπάθησα να εξηγήσω, με βομβάρδισαν με τις δικές τους χαρές και τη δική τους κοσμοθεωρία- ψευτοθεώρηση για τα πιστεύω σε κάποιον θεό δικό τους.
Ναι, δε σου μιλάω για τον Θεό. Μιλάω για έναν δικό τους. Αυτόν τον δίκαιο- άδικο, σκληρό κριτή που στέκεται με μια σπάθα συνέχεια πάνω από το κεφάλι του κάθε αγανακτισμένου και μη έχοντος ελπίδα και μη θέλοντος να πάει εκκλησιά, για να τον ξεκάνει με πληγές ιδιαίτερα δυνατές και βαθιές.
Αλλά, και με τον Θεό αν γκρινιάζω, εσύ σκανδαλίζεσαι; Άσε να σκανδαλιστεί ο ίδιος. Με ακούει ή όχι;
Ναι, Αυτός που λες ότι πιστεύεις, με ακούει. Και με περιμένει να συνέλθω χωρίς να πειράζεται από όσα λέω και κάνω τώρα, που με βρήκε το κακό.
Εσύ δε με ακούς. Ούτε πρόκειται. Μόνο με ζαλίζεις αδιάκριτα και απάνθρωπα, να νιώσω με το ζόρι ό,τι θες εσύ. Επειδή, πριν ανοίξω το στόμα μου να ανασάνω βαθιά, μου έχεις κλέψει τη μόνη δυνατότητα να εκφραστώ και εκφράζεσαι εσύ για μένα.
Και με επιμονή και πείσμα. Λες και η δική σου χαρά εξαρτάται από πόσους έχεις… σώσεις ως τα τώρα, εσύ, ο δυνατός, ο ακλόνητος, ο σπουδαίος και τέλειος.
Λοιπόν, θα ουρλιάξω σιωπηρά να σου πω την αλήθεια μου κι αν δεν αντέχεις, που με αδικείς τέτοιες μέρες, πήγαινε να απολαύσεις τη χαρά σου εκεί που θέλεις και δείξε κάποια ευγένεια και σεβασμό να με αφήσεις κι εμένα ήσυχο. Μπορείς;
Αυτό θέλω μόνο από σένα. Να με αφήσεις ήσυχο.
Επειδή… επειδή… αν είχες, ό,τι έχω, αν περνούσες ό,τι περνώ, ίσως να ξεσπούσες χειρότερα από μένα.
Φύγε από κοντά μου, άνθρωπε της χαράς, με πληγώνεις. Με οδηγείς στην απόγνωση, ενώ μυστικά το παλεύω να σταθώ λιγουλάκι και να μην καταρρεύσω στα τάρταρα.
Φύγε! Είσαι επικίνδυνος.
Άσε χώρο να μπορέσει να με βρει η κατανόηση και να με συντροφέψει σε τέτοιες ώρες της πιο σκοτεινής μου νύχτας. Άσε χώρο για αυτούς που ξέρουν τι θα πει… χρονιάρες μέρες…
Να έχεις μόλις χάσει το παιδί σου…
Να έχεις μόλις μάθει πως πεθαίνεις σε βδομάδες.
Να έχεις μόλις προδοθεί από τη μεγάλη και μοναδική σου αγάπη.
Να έχεις μόλις πάθει ατύχημα που σε αφήνει μισό για πάντα.
Να έχεις μόλις πεταχτεί στον δρόμο καταχείμωνο, χωρίς σπίτι.
Να μην έχεις απολύτως κανέναν να σε νοιάζεται.
Να έχεις μόλις ντραπεί για κάποιο βαρύ λάθος σου.
Να έχεις μόλις σιχαθεί την εκμετάλλευση του είναι σου.
Να έχεις μόλις βιαστεί από γονιό.
Να έχεις μόλις στηθεί μπροστά στον γκρεμό με την απόγνωση παρέα.
Να έχεις μόλις συλληφθεί για παραβατικότητα.
Να έχεις μόλις νιώσει πως γύρω σου υπάρχει μόνο κακό και έρεβος και άνθρωποι του μίσους και καταστροφή και χάος, ενώ η υπόλοιπη γη γιορτάζει ξέφρενα.
Μη με πλησιάζεις, λοιπόν, άνθρωπε της χαράς και των ευχών.
Μου κάνει κακό το γελαστό σου πρόσωπο. Δεν αντέχω να ακούω τις θεωρίες σου. Δεν έχω την υπομονή να ανεχτώ την έμμεση κριτική σου ούτε από ένα σου βλέμμα, δεν μπορώ να σε νιώθω τάχα αισιόδοξο και ακλόνητο στην πίστη, όταν εγώ καίγομαι ενώ εσένα τυχαίνει να σου πάνε όλα καλά…
Και αν τολμήσεις να με κοιτάξεις με οίκτο, την έβαψες, στο λέω…
Άσε με, ρε… τέτοιες μέρες, να χαρείς!
Πήγαινε να φιλοσοφήσεις κάπου αλλού και να ξεσπάσεις ελεύθερα, πριν ξεσπάσω κι εγώ ελεύθερα και ακούσεις όσα θα βεβαιώσουν σίγουρα για μένα, όσα μου σούρνεις πίσω από την πλάτη μου με τους ομοίους σου.
Άκου, δεν είσαι μόνο ανεπιθύμητος, είσαι και επικίνδυνος γιατί δε θέλω πολύ για να χάσω την ελάχιστη ισορροπία που απέμεινε μέσα μου, εξαιτίας σου.
Φύγε…
Κοντά μου θέλω τη σιωπή.
Για να μαζέψω τα θραύσματα της ψυχούλας μου.
Κοντά μου θέλω το κενό.
Για να ανεχτώ αυτό που μου συνέβη και να μη χαθώ εγώ στο κενό.
Κοντά μου θέλω την κατανόηση.
Για να νιώσω πως είναι εντελώς ανθρώπινο αυτό που έχω.
Κοντά μου θέλω το σεβασμό.
Γιατί πρέπει να αισθάνομαι ότι είμαι ακόμα άνθρωπος σαν όλους και όχι τέρας.
Κοντά μου θέλω ένα χέρι απλωμένο χωρίς να με αγγίζει.
Για να πιστέψω πως μπορώ να το σφίξω όταν θα έχω την ανάγκη.
Κοντά μου θέλω να υπάρχει μια ανοιχτή καρδιά.
Να χτυπάει δίπλα μου. Στον ρυθμό τον δικό μου.
Για να έχω το κουράγιο να γείρω σε μια ζεστή αγκαλιά, όταν δε θα μπορώ πια να στέκομαι όρθιος και θα πέσω στο πλάι περιμένοντας τον θάνατο…
Μια αγκαλιά τρυφερή, θέλω, που να μη μιλάει. Να μην κρίνει. Να μην έχει δική της θεώρηση. Να μην ξεστομίζει ανώφελες παρηγοριές και άθλιες ψευτο- ψυχοπονιάρες λέξεις.
Μια αγκαλιά θέλω, ρε, για να κλάψω.
Μπορώ;
Αυτό θέλω μόνο… χρονιάρες μέρες!
Μια αγκαλιά να κλάψω, μια καρδιά που να με νιώθει και να υποφέρει μαζί μου.
Που να παραπονιέται στον Θεό για μένα, γιατί με βρήκε το σκοτάδι το απόλυτο. Που να σκύψει να μου σκουπίζει τα δάκρυα, ενώ θα κλαίει απαρηγόρητα μαζί μου.
Αχ, άνθρωπε… μόνο αν έχεις πονέσει βαθιά και πολύ, μόνο αν έχεις περάσει από σκοτεινούς άγριους τόπους, μπορείς να με πλησιάσεις…
Αλλιώς, φύγε…
Άσε χώρο, να με βρει η Αγάπη του Θεού, που δε με κρίνει, και των ανθρώπων που υποφέρουν μαζί μου και με νιώθουν…
Άσε χώρο σου λέω… χρονιάρες μέρες, και μη με πληγώνεις.
Άσε χώρο για μια αγκαλιά.
Άσε χώρο…
Άσε χώρο να με βρει η Αγάπη!
Copyright © Πόλυ Μίλτου
Υ.Γ. Το κείμενο έχει γραφτεί σε πρώτο ενικό πρόσωπο, μα δεν αφορά εμένα, αλλά την κάθε ψυχή που περνάει δύσκολα... Διευκρινίζω πριν γίνει παρεξήγηση.
(Επίσης, η εικόνα είναι από το ίντερνετ...)