ΚΑΠΟΤΕ,
έγραφα κρυφά.
Ήξερα από παιδί ότι θα με χλευάσουν. Αυτοί που με μεγάλωναν. Τίποτα δεν τους άρεσε από ό,τι έκανα, επειδή, εκείνοι, είχαν άλλα σχέδια για μένα. Αυτά, της υπηρετριούλας για τα καλά γεράματα. Δεν έπρεπε, λοιπόν, να μορφωθώ πολύ, δεν έπρεπε να πιάσω δουλειά, δεν έπρεπε να κάνω όνειρα.
Κάθε φορά, που έκανα το λάθος να ξεστομίσω μια ιδέα, μια ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο της «μητέρας» με πετσόκοβε. Βέβαια, χαμογελούσε.
_ Καλά, μεγάλωσε πρώτα, πάρε απολυτήριο από το Λύκειο και θα δούμε. Μέχρι τότε…
Και άλλοτε, για να κατευνάσει το ανήσυχο πνεύμα μου και να μη σκεφτώ να βρω άλλους τρόπους διαφυγής, με διαβεβαίωνε, τάχα με ειλικρίνεια. (Εκείνη την ψεύτικη ειλικρίνεια, που ήθελα να την πιστέψω, επειδή την αγαπούσα κι επειδή χρειαζόμουν κι εγώ κάποιον να με στηρίξει σε όσα ονειρευόμουν. Που κατά βάθος, το καταλάβαινα, με κορόιδευε με τον τρόπο της τον πονηρό.) Έλεγε τότε:
_ Μα σίγουρα, ό,τι θέλεις θα κάνεις! Εμείς, τι είμαστε εδώ; Διάβασε, όμως, δε διαβάζεις πολύ…
Να σκεφτείτε πως, εγώ που δε διάβαζα πολύ, είχα μανία τα βιβλία τόσο, όσο κάποιος τσιφούτης δε θέλει να ακουμπήσουν το θησαυρό του. Δεν το καταλάβαινα τότε. Το κατάλαβα αμέσως, μόλις τελείωσα τη Μέση Εκπαίδευση. Ήρθε μαζί μου εκεί που έδινα εξετάσεις με προσωπείο αγίας καλοσύνης και… μου κατέστρεψε τα όνειρα, δωροδοκώντας αυτούς που έλεγξε.
Είχαν πλάτες αυτοί που με μεγάλωσαν και πλούτο πολύ. Εγώ δεν τον είδα ποτέ, βέβαια, παρά μόνο σε ό,τι έδειχναν στον κόσμο. Κάτι μεταξωτά φορέματα, τσαντούλες και παπούτσια ακριβά (όχι πολλά, μη σκεφτείτε, τόσα μόνο για μια ιδανική βιτρίνα ψευτιάς) και στο σπίτι, εκείνοι στη χλιδή τους κι εγώ στον κόσμο που ανήκα. Επειδή, ποτέ δεν ήμουν κομμάτι τους ούτε έγινα.
Έγραφα κρυφά, λοιπόν, τα καταχώνιαζα όπου έβρισκα για να μην τα δει μάτι, τα έσκιζα, τα ξαναέγραφα και δημιουργούσα μέσα στα κείμενά μου τρόπους διαφυγής στον κόσμο της ελευθερίας των συγγραφέων.
Από τότε, όμως, σαν συγγραφέας, εγώ ζούσα την πνευματική μου φυλακή.
Μεγάλωσα, έκανα κάποτε, έστω και αργά την επανάστασή μου, διάβασα κρυφά, έδωσα εξετάσεις κρυφά και… πέτυχα. Το ένα μου όνειρο πραγματοποιήθηκε, έγινα δασκάλα.
Τότε, ο πατέρας, προσπάθησε πάλι να φυλακίσει την επιθυμία για πιο πέρα και για περισσότερα. Μου πρόσφερε εκατομμύρια. Ναι, καλά ακούσατε. Η αληθινή φράση του ήταν:
_ Θα σου δίνω τόσα εκατομμύρια το χρόνο για να μη δουλέψεις. Δε χρειάζεται να δουλέψεις δασκάλα, θα κάνεις μια υπέροχη ζωή χωρίς προβλήματα.(δε λέω ποσό, επειδή σε ευρώ μπαγιατεύει το πράγμα και δε θα καταλάβει η νέα γενιά, θα εξηγήσω όμως, πως τότε ήταν αστρονομικό ποσό για καλοπέραση μέσα στην αεργία και την ξάπλα.)
Βέβαια, με όσα περνάω τώρα, επειδή έκανα το λάθος να γίνω εκπαιδευτικός σε αυτή την παλιοκατάσταση χάνοντας φυσικά τα εκατομμύρια, (από τα οποία δεν πήρα τίποτα, παρά αναμνήσεις εκείνης της δελεαστικής πρότασης), μάλλον θα το ξανασκεφτόμουν να δεχτώ. Και τι κατάλαβα; Περνάω τα πάνδεινα κάθε μέρα και ούτε σπίτι μου δεν καταφέρνω να έρθω κάποτε και γίνομαι και αντικείμενο ειρωνείας από πολλούς, επειδή, ακριβώς, ήμουν, είμαι και παραμένω πάμφτωχη με τίμημα την ελεύθερη επιλογή μου στη ζωή.
Επανέρχομαι. Αρνήθηκα. Ήθελα να μπω σε τάξεις, να αγκαλιάσει η ψυχή μου παιδιά, να τα μάθω να γίνουν άνθρωποι, να τα μάθω να προστατεύονται από το κακό και να ανοίγουν διάπλατα και ελεύθερα τα φτερά τους. Ήθελα να ζω ανάμεσά τους, στους επίγειους αγγέλους μας. Με μεθάει η παιδική ψυχή. Είναι πραγματική, ανόθευτη, άδολη. Δεν έχει μπει ακόμα στο λούκι της διαφθοράς μας, εκτός, αν μερικοί παράγοντες έχουν επέμβει βίαια και απροσδόκητα από πολύ νωρίς.
Το πρώτο μου όνειρο πραγματοποιήθηκε. Μετά, συνέχισα προσπαθώντας να αποκτήσω την ελευθερία μου από τα σίδερα ψυχής και τους πόνους που έσπερναν σε κάθε μου βήμα οι τάχα γονείς μου, για να με ξαναγυρίσουν πίσω, στη φυλακή μου.
Εκείνοι, είχαν το σκοπό τους και δεν ταίριαζε με τα όνειρά μου.
Η συγγραφή, πάντα με απελευθέρωνε και με δυνάμωνε κρυφά. Έγραφα, ξέφευγα και μετά έσκιζα τον παραμυθένιο μου κόσμο. Κι όταν με καταπλήγωναν έως θανάτου, υπήρξαν στιγμές που δεν εκφραζόμουν ούτε στο χαρτί. Μπούκωνα. Ήμουν νεκρή τότε. Και, ξέρετε, έζησα πολλούς θανάτους ψυχής.
Αλλά, γεννήθηκα το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη. (Ας βάλω και μια πινελιά χιούμορ, δε βλάπτει). Η αυτοκαταστροφή και η αναγέννηση, μου είπαν κάποιοι, είναι στο αίμα μου.
Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν με διέλυε αυτό, είχα μια αξιοπρέπεια. Δεν ανεχόμουν, επειδή ήμουν ορφανή, να με κάνει ο καθένας παιχνιδάκι του. Δεν ήμουν η λύση για τη ζωή κανενός και, φυσικά, δε θα έδινα ποτέ ικανοποίηση σε αυτούς που θεωρούσαν τη φυσική μου καλοσύνη και συγχωρητικότητα για ηλιθιότητα.
Ακόμα έχω αυτή την ηλιθιότητα. Και όσο κι αν απεχθάνομαι, που οι άνθρωποι νομίζουν πως τρώω κουτόχορτο και μερικοί, μάλιστα, είναι τόσο αναιδείς και άσπλαχνοι που σαρκάζουν μπροστά μου ελεύθερα, νομίζοντας πως είμαι ο χαζούλης από τη Χιονάτη. Πολλές φορές, δεν το κρύβω. Ω, ναι, το ομολογώ δημόσια, πολλές είναι οι φορές που ένιωσα να θέλω να φτύσω κατάμουτρα κάποιον ή που αισθάνθηκα να με τρώει το χέρι μου και συγκρατήθηκα με πόνο ψυχής, να μη ρίξω ένα γερό ξύλο σε όποιον αισχρό, να μην απαντήσω χυδαία, να μην προσβάλλω, να μη δείξω πόσο σιχάθηκα την έλλειψη στοιχειωδών ανθρώπινων αισθημάτων σε άτομα… ευυπόληπτα, με εικόνα αγίου, με πτυχία, με θέσεις, με όνομα. Φτου!
Δε γίνεσαι έτσι άνθρωπος! Όχι! Πρέπει να αντέξεις να σκύψεις να δεις και να καθαρίσεις το μέσα σου, έτσι γίνεσαι άνθρωπος. Αλλιώς, είσαι μια μάσκα, που περιφέρεται σε ένα άκαρδο, άψυχο κουφάρι και ξεγελιέται ότι περνάει για άνθρωπος.
(Αυτά… έτσι, για να καταλάβουμε πως ποτέ δεν ξέρουμε πόσο και τι είδους αγώνα τραβάει μια ψυχή, που επιθυμεί να προχωράει στο φως. Δεν είναι καθόλου εύκολο.)
Αυτό το φως, που λέτε, «με έφαγε».
Τέλος πάντων, κάποτε ξεσκάλωσα από τη βάση της τρέλας, πέταξα ελεύθερη όσο μπορούσα, αφού παντού με κυνηγούσαν οι γύπες να με γυρίσουν εκεί που είχαν προορίσει από παιδί για μένα, χωρίς να ερωτηθώ.
Δεν τα κατάφεραν. Μου ψαλίδισαν όμως τα φτερά πάλι και πάλι.
Ώσπου να καταφέρω να βρω δουλειά, να σταθώ στα δικά μου πόδια κλπ., είδα και έπαθα.
Μετά,… όλα πήραν έναν άλλο δρόμο. Η προσφορά, οι θυσίες, ο κατασπαραγμός της ψυχής, η καταστροφή της υγείας. Και, να, πάλι πίσω στα ίδια, να παριστάνω τη μικρούλα νεοδιόριστη που τρέχει εδώ κι εκεί χτίζοντας το μέλλον της. Γελάω. Τελικά, δεν πεθαίνει έτσι εύκολα ο άνθρωπος. Κάθε χρόνο περίμενα ότι ήταν το τέλος μου. Ίσως ο φετινός; Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι πως η αξιοπρέπεια σε κάνει να παλεύεις για χαμένα και για σκιές κι ας ξέρεις ότι πάλι θα νικηθείς κι ότι πάλι θα χορτάσουν οι γύπες με τα απομεινάρια των ξεσκισμένων πληγών σου.
Η συγγραφή είχε σταματήσει ακριβώς όταν έγινα Μοναχή. Τα έσκισα όλα. Είπα, δε θέλω να θυμάμαι. Αρχίζω από το μηδέν.
Άκου, άνθρωπε, από τη μικρή μου πείρα. Μην το πεις ποτέ αυτό. Είναι ψέμα καυτό και αργότερα, την πληρώνεις. Κανείς δεν αρχίζει από το απόλυτο μηδέν. Για αυτό, με τα άσχημα του παρελθόντος, μην καταστρέφεις και όσα κατέκτησες σε ώρες στεναγμών. Είναι πολύτιμα και χρειαζούμενα.
Εγώ θα σου πω, πάρε και τα άσχημα μαζί σου. Και αυτά θα σου χρειαστούν, για να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, όταν η έπαρση και ο εγωισμός σε πλησιάζουν επικίνδυνα.
Κάποτε, λοιπόν, μερικά χρόνια μετά, κι αφού ένιωσα ότι κάτι είχα αδειάσει βίαια από την ψυχή μου, χωρίς να με ρωτήσω και χωρίς να με ελέγξω, μήπως ήταν κάτι από τα όμορφα και ιδιαίτερα κομμάτια της, στην πιο δραματική μου στιγμή μιας απόγνωσης, κάποιο πρόσωπο, χωρίς να έχει ιδέα πως έγραφα από παιδί, μου έλεγε πάλι και πάλι την ίδια φράση: «Γράψε!»
Έτσι, ξανάρχισα. Και αμέσως, συνήλθα.
Και ύστερα, θέλησα με τη βία και με σπρώξιμο πολλών, να φανερώσω δημοσίως τα γραφούμενα. Αλλά…
Αλλά, την ήξερα τη χώρα μου. Γνώριζα πώς μου είχαν φερθεί πάντα από παιδί, ήξερα και τη στενομυαλιά όσων θα άκουγαν πως γράφω. Τώρα ειδικά, που είχα αλλάξει το έξω μου.
Δε γράφω θρησκευτικά θέματα. Δεν είμαι Θεολόγος και ούτε θέλω. Γράφω για όσα ξέρω από τη ζωή. Και, βεβαιώνω, πως την ξέρω καλά, με έχει τσακίσει, με έχει διαλύσει αφάνταστες φορές, με έχει γεμίσει με σημάδια ανεξίτηλα.
Γράφω ελεύθερα, όπως πάντα ήθελα να είναι ελεύθερη η ψυχή μου και απευθύνομαι σε ελεύθερες προσωπικότητες, επειδή η ελευθερία όλων των ψυχών είναι το αναφαίρετο δικαίωμά τους και το σταθερό μου πιστεύω.
Αλλά…
Αλλά, για κάποιο διάστημα κρύφτηκα. Έβαλα κάποιο σκίτσο, εκτός από το ψευδώνυμο που μπήκε για τη μνήμη των φυσικών μου γονέων, τους οποίους ποτέ δε γνώρισα.
Κρύφτηκα για να μην ξέρουν ποια είμαι. Επειδή γνωρίζω τη χώρα μου. Επειδή, όσο κι αν κορδωνόμαστε για σύγχρονοι και πολιτισμένοι και μορφωμένοι, η στενομυαλιά, ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο φθόνος για τον άλλο Έλληνα, η κακία για ό,τι διαφορετικό, η αποστροφή για ό,τι διάλεξε ο άλλος και… δε μας ρώτησε για να συμφωνήσουμε πρώτα...
Επειδή, λοιπόν, ήξερα όλα αυτά, κρύφτηκα. Και απολάμβανα την ελευθερία της συγγραφής πίσω από τη σκοτεινή συμβολική φυλακή μου. Επειδή ήξερα.
Και, ξαφνικά, για λόγους αξιοπρέπειας και πάλι, αποφάσισα σε μια νύχτα ότι έπρεπε να φανερωθώ. Επειδή κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν το ανώνυμο, για να προωθήσουν συμφέροντα δικά τους σε βάρος μου.
Αποφάσισα το βαρύτατο έργο. Και βγήκα στο φως.
Αυτό ήταν! Όσοι είχαν ανοιχτά μυαλά και καρδιά γενναία, κοίταξαν τα γραπτά, άκουσαν αυτά που ήθελα να πω, διαφώνησαν- συμφώνησαν, δεν έχει σημασία. Απόκτησα φίλους περισσότερους, είναι αλήθεια. Και ελευθέρωσα το είναι μου. Αυτή είμαι. Το τι διάλεξα εγώ για τη ζωή μου, είναι δικό μου θέμα. Με σαγηνεύει, κυριαρχεί σε ώρες ατομικές, δεν αφορά κανέναν άλλο.
Και εδώ, είναι το θέμα.
Χτες, πήρα ακόμα μια δόση ψυχρολουσίας. Το τι και το πώς και το πού δε θα τα αναφέρω, γιατί δεν είναι σκοπός μου να εκθέσω κανέναν.
Όμως, πόνεσα βαθιά. Ξεσκίστηκε για μια ακόμα φορά η ψυχή μου. Επέστρεψα με το παράπονο μιας ζωής στο σπίτι μου. Παγωμένη μέσα κι έξω. Αποφασισμένη να αυτο- σβηστώ. Είπα, δε γίνεται τίποτα. Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Έτσι θα φέρονται πάντα.
Μερικές αντιδράσεις μου θα παραθέσω. Την πίκρα μου για την ανοησία του «φαίνεσθε» όχι του «είναι».
Ήταν που έφαγα μια απόρριψη, που με κοίταξαν με εκείνο το σιχαμένο συγκαταβατικό ύφος, που μου μίλησαν διπλωματικά και τάχα ευγενικά για να με «τζάσουν». Ήταν που… η εμφάνισή μου έκανε για μια ακόμα φορά το θαύμα της και δημιούργησε μια ψεύτικη εικόνα στις φαντασιώσεις μερικών. Είναι σα να ακούω τις σκέψεις πίσω από τα χαμόγελα τα ψεύτικα. «Έλα, ρε, που είσαι κι εσύ συγγραφέας. Μια καλόγρια. Τι θα γράφει μια καλόγρια; Κάτι προσευχούλες, νουθεσίες, κάτι συμβουλές για μετάνοια, κάτι που θα μυρίζει λιβάνι, κεριά και κλειστά μυαλά. Άντε τώρα, που τολμάς και φανερώνεσαι κι εσύ ανάμεσά μας. Και θες να διεκδικήσεις θέση ανάμεσα στους λογοτέχνες.»
Και απαντώ με δικές μου σκέψεις, έτσι, για να γίνει ένας εσωτερικο- εξωτερικός διάλογος:
«Γιατί, ρε φίλε; Πώς θεωρείς εσύ τον συγγραφέα; Πρέπει να είναι κανένας κουστουμαρισμένος στην τρίχα, κανείς με καπελάκι και μαλλιά ανάστατα για να είναι ποιητής; Πρέπει να είναι μια πανέμορφη κοπέλα, βαμμένη, στολισμένη, με περίγυρο πρωτοκλασάτο; Πρέπει να φοράει αταίριαστες χρωματιστές κελεμπίες η ζωγράφος και μπερεδάκι στα μαλλιά και να έχει ύφος χιλίων αστεριών και βάλε; Δηλαδή, αν είναι διαφορετικός στη ζωή του, στη φάτσα του, στην εμφάνιση, αυτό… αντανακλά στα χαρίσματα; Γίνεται αυτομάτως άχρηστος; Αμόρφωτος; Ανάξιος; Απορριπτέος;»
Χτες, τη μέρα της Δημοκρατίας, της Αξιοκρατίας, της διακήρυξης των Δικαιωμάτων και της Ελευθερίας για όλους, συνέβη αυτό. Στη χώρα μου. Εδώ που διακηρύσσουμε όλα αυτά καθημερινά, αλλά, ένας Θεός ξέρει αν κατανούμε τις έννοιες που ξεστομίζουμε με στόμφο. Από άνθρωπο με ρούχα ακριβά, με θέση και δύναμη, με όνομα και γνωριμίες.
Χτες, κατανόησα πως όσες φορές πλησίασα αυτό το άτομο, το θεώρησε κάτι σαν .. προσβολή, αναίδεια (τόλμησα κι εγώ τώρα να πω ότι γράφω…), βλακεία μου, ευκαιρία για γέλιο;
Αχ, Πατρίδα μου. Ο πολιτισμός σου καταβυθίζεται από ανθρώπους που δημοσίως κηρύττουν πολιτισμό, φιλελευθερία, σεβασμό στα δικαιώματα του όποιου ανθρώπου, (ακόμα και ανθρώπου σαν εμένα, ξέρεις).
Δεν είναι κείμενο παραπόνου. Το έβαλα, επειδή με κυριεύει η θλίψη και πολλές φορές και ο θυμός.
Το έβαλα για να το διαβάσει ο… τάχα σπουδαίος, που κρίνει από αυτό που βλέπει η μυωπία του ή ο στραβισμός της ψυχής του. Ξέρω πως δε με διαβάζει, αν και είναι στις φιλίες, επειδή αν διάβαζε αυτά που κατά καιρούς γράφω, θα ήξερε τουλάχιστον τα θέματα με τα οποία ασχολούμαι και δε θα αναρωτιόταν τι στο καλό να γράφει «τούτο εδώ το ξόανο, που τολμάει και δηλώνει συγγραφέας».
Ξέρεις, φίλε/η, όταν μοίραζε τα ταλέντα στον κόσμο ο Θεός, έκανε το λάθος και εσένα δε σε ρώτησε. Και έκανε και το απόλυτο λάθος να δίνει και σε καμιά καλόγρια δωράκια… Τι κρίμα για σένα, τι κρίμα για μένα. Τελικά, δε θα συναντηθούμε πουθενά. Σε απέρριψε η ψυχή μου. Όπως έχω απορρίψει όλους όσους προσπαθούν να βάλουν ανθρώπους διαφορετικούς σε φυλακές πνευματικές και να τους φιμώσουν, για να μην έχουν δικαιώματα όπως οι όλοι οι άλλοι, οι... «κανονικοί».
Ευτυχώς, μια φίλη ψυχή, μια καρδιά που με γνωρίζει καλά, με βοήθησε μέσα στη νύχτα να μαζέψω και πάλι τα κουρέλια της καρδιάς μου.
Πνευματικές φυλακές, τελικά, αξίζουν σε εκείνους που τις χτίζουν για τους άλλους.
Και να προσέχουμε στα πλησιάσματα των ανθρώπων. Ας μη μας ξεγελούν οι γνωριμίες, οι ετικέτες, οι φάτσες, οι δηλώσεις, οι φανφάρες με ύφος πολλών καρατίων.
Προσοχή! Γιατί οι πνευματικές φυλακές είναι περιφερόμενες και απειλούν να καταπιούν στα σκοτάδια τους κάθε διαφορετικό ον, που τολμάει να κάνει... δημόσια εμφάνιση.
Πόσο πίσω είμαστε, τελικά, σε μέρες τόσο σύγχρονες, από την αληθινή πολιτιστική μας ταυτότητα; Ή την έχουμε χάσει;
Κυκλοφορεί η ψευτιά ντυμένη χρυσή πολυτέλεια και υποσχέσεις μεγαλείου.
Προσοχή, διαφορετικέ άνθρωπε! Προσοχή! Κινδυνεύεις από τους ανελεύθερους!
(Και, εσύ, που παριστάνεις τον μοναδικό και έξυπνο και κρίνεις μόνο από την εμφάνιση,... μακριά από «καλόγριες που γράφουν», εντάξει; Ποτέ δεν ξέρεις τι και πώς θα σου απαντήσουν στο χλευασμό. Γιατί, αν τυχόν είναι συγγραφείς με τσαγανό, την έβαψες!)
Copyright © Πόλυ Μίλτου
(Υπενθυμίζω πως όλες οι ιστορίες που αρχίζουν με τη λέξη "κάποτε", αφορούν αληθινά γεγονότα της ζωής μου.)