Είμαι παιδί στα χέρια σου,
μικρή ψυχή, αθώα.
Είμαι σαν άπλαστο υλικό
και σε εμπιστεύομαι πολύ.
Ακούω, σπουδαία να μιλάς
για όμορφα και ιδανικά.
Μου λες να είμαι τίμιος,
να νιώθω το καλό,
να περπατώ στο δίκαιο
κι όλος ο κόσμος, αδερφοί.
«Μην ξεχωρίζεις, μην πονάς
κανένα στην ψυχή.
Όλοι καρδούλα έχουνε,
όλοι αγάπη θέλουν.
Να έχεις ανοιχτό μυαλό,
να σέβεσαι και να τιμάς.
Κι αν δεις το διαφορετικό,
να δέχεσαι ελεύθερα.
Είναι όλοι ίσοι οι άνθρωποι
και όλοι τιμημένοι.»
Αυτά μου λες, δασκάλα μου,
πόσο θαυμάσια όλα.
Μα, είδα σε να μη μιλάς,
να κοροϊδεύεις άλλον,
να ειρωνεύεσαι φρικτά,
κάποιον που δε σου αρέσει.
Να βρίζεις πίσω του, άκουσα,
αυτόν που φίλο έλεγες
και να περιφρονείς το διαφορετικό.
Τα πρόσεξα και πόνεσα,
θέλω να φύγω μακριά,
να ψάξω την αλήθεια.
Απογοήτευση φρικτή
και θλίψη δημιούργησες
σε μια καρδιά που αγάπησε,
Εσένα και όλους, ξέρεις.
Τώρα, αντάρτης θα γενώ
και μη φωνάζεις «τι» και «πώς»
και μη μου ρίχνεις ενοχές
για την αναποδιά.
Άλλα άκουσα και είπες
και άλλα είσαι Εσύ!
Τι κρίμα, ένας μεγάλος
να μην μπορεί και να σκεφτεί.
Μη ρίξεις φταίξιμο σε με,
όταν θα γίνω σαν και σε!
Απλά, εγώ θα φαίνομαι
παλιάνθρωπος και ποταπός.
Κι Εσύ, που η αιτία είσαι,
θα κρύβεσαι με μάσκα.
Τιμή και δόξα, θα σου λεν
κι εσύ θα καμαρώνεις
Τον εαυτό τον ψεύτικο,
που χάλασε ανθρώπους.
Θέλω να φύγω, να σκεφτώ!
Θέλω να βρω δασκάλους,
αληθινούς για το καλό!
Που ό,τι λεν και κάνουνε,
να είναι ταιριαστό!
Copyright © Πόλυ Μίλτου