"Έφυγε" τη μέρα που οι άνθρωποι γιορτάζουν την αγάπη... Τυχαίο; Όχι...
Ήταν αυτή που με έμαθε τι είναι στ' αλήθεια η ΑΓΑΠΗ...
Κάποτε...
Κάποτε, όταν ακόμα ήμουν παιδί, επιθυμούσα διακαώς να έχω ένα ζωάκι. Αγαπούσα πολύ όλα τα ζώα.
Είχαμε ένα γαϊδουράκι στο χωριό όπου πηγαίναμε για δουλειές και παραθέρισμα μαζί. Αυτό το γαϊδουράκι μόνο εμένα δε δάγκωσε ποτέ, μόνο εμένα δεχόταν πάντα με ευχαρίστηση πάνω του. Ποτέ δε με κλότσησε, ποτέ δε με έριξε κάτω.
Όμως εγώ τον αγαπούσα. Τον χάιδευα στη μουρίτσα του, του έλεγα λογάκια της καρδιάς μου. Καταλάβαινε το ζώο.
Οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν πως... όσο του φέρονταν με βία, τόσο αντιδρούσε ο καημένος. Ήταν ένα καλό γαϊδουράκι που ευτυχώς τον φρόντισαν μέχρι τέλους.
Εκτός από τον γαϊδαράκο που τον απολάμβανα σπάνια και μόνο όταν πηγαίναμε καλοκαίρια στο χωριό, ήθελα τόσο πολύ να έχω δικό μου ζωάκι.
Μου άρεσαν πολύ τα σκυλάκια. Μα δεν το σκεφτόμουν καθόλου να πάρω ένα. Τότε, ιδιαίτερα στην οικογένεια που μεγάλωνα, επικρατούσε η ιδέα πως ήταν βρώμικα για το σπίτι, πως έπρεπε να είναι δεμένα έξω και μακριά σε ένα σκυλόσπιτο άθλιο και πως δάγκωναν, έκαναν ζημιές και λέρωναν όλη την ώρα.
Ούτε σκέψη να πάρω ένα σκυλάκι.
Απέναντι από το σπίτι μας έμενε μια φιλική οικογένεια. Η μάνα ήταν Αγγλίδα. Εκείνοι είχαν μια γατούλα, να... όπως αυτή της φωτογραφίας. Είχε τόσο έντονα ροζ μυτούλα που την ονόμασαν Πίνκυ. Από το pink, που σημαίνει ροζ. Είχα ξετρελαθεί με τη γατούλα που ήταν ήρεμη, σπιτίσια, έμενε μέσα, ήταν καθαρή και χαδιάρα. Η γατούλα κάθε τόσο γεννούσε, (τότε δεν ήταν διαδεδομένη η ιδέα της στείρωσης ή δεν το πρότειναν οι κτηνίατροι, δεν ξέρω.
Μια μέρα με τα πολλά παρακάλια ζήτησα και πήρα ένα γατάκι.
Μου το έδωσαν οι καλοί άνθρωποι με όλη τους την καρδιά.
Το πήρα με λαχτάρα και το έφερα σπίτι. Έμοιαζε καταπληκτικά με τη μαμά του εκτός του πολύ ροζ της μύτης.
Χαρά που είχα!...
Όμως, η μάνα η θετή καραδοκούσε. Με μια δικαιολογία πως το γατί χαλούσε τον παρκέ και έκανε φασαρία γιατί γλιστρούσε και έκανε τούμπες παίζοντας, απαίτησε και ήρθαν και το πήραν πίσω. Δε μου ξανάδωσαν ποτέ γατάκι.
Εγώ πήρα κάποιο από άλλη γάτα μια μέρα και το έφερα σπίτι. Μα κι εκείνο το εξαφάνισαν οι "καλοί μου γονείς".
Κάποια στιγμή ένας δικός μας μας χάρισε ένα καναρίνι. Αυτό το είχαμε περισσότερο καιρό, επειδή διασκέδαζε μαζί του ο "πατέρας". Αλλά, σαν είδε η μάνα πως το αγάπησα πολύ... μια μέρα έφυγε από το σπίτι. Το έδωσαν. Γιατί το αγάπησα.
Μετά... όσο μεγάλωνα σε αυτό το σπίτι της θλίψης μου, θυμάμαι πως εξαφάνιζαν πάντα ό,τι αγαπούσα. Μου πετούσαν τις γλάστρες με τα λουλούδια μου τα σπάνια που μάζευα με λαχτάρα, μου χαλούσαν τις χελιδονοφωλιές έξω από το δωμάτιό μου. Τις άλλες πιο πέρα, στο άλλο διαμέρισμα που νοικιάζαμε δεν τις πείραζαν.Μόνο αυτές που ήταν για μένα χαλούσαν.
Μόνο αυτά που ήταν δικά μου και αγαπούσα εγώ χαλούσαν.
Από τότε, είχα μια θλίψη. Ένα κενό... Τα ζωάκια, τα πουλάκια, τα λουλούδια... όλα ήταν απαγορευμένα για μένα.
Μέχρι που... έγινα Μοναχή στην Αλβανία. Τότε, έχοντας για πρώτη φορά τη βεβαιότητα μιας μόνιμης κατοικίας, έγινε για μένα το θαύμα.
Μια μέρα, λίγον καιρό μετά τη ρασοφορία μου, βρέθηκα σε ένα χωριό των Ιωαννίνων. Πήγα μια επίσκεψη. Η κυρία του σπιτιού είχε μια γατούλα που είχε γατάκια και ήθελε να τα δώσει. Βγήκα στην αυλή να τα δω και... και ερωτεύτηκα αμέσως το ένα. Ήταν... γκριζόασπρο, όπως η Πίνκυ και το πρώτο μου γατάκι και είχε δυο μάτια φανταστικά σε πράσινο έντονο σμαραγδί χρώμα. Το ερωτεύτηκα, λέμε...
Άμαθη για το πώς πιάνουν τα γατάκια, το άρπαξα με βιασύνη για να μην προλάβει να φύγει με τα άλλα κι αυτό φοβισμένο με γρατσούνισε και με δάγκωσε βαθιά. Μα δεν το άφησα με τίποτα. (Για ένα μήνα είχα τις πληγές να με πονάνε.)
Τέλος πάντων το πήρα. Και το έσωσα, μου είπε η κυρία. Επειδή τα άλλα δυο αδερφάκια του δυο μέρες μετά κάποιοι τα φώλιασαν... Ήταν να ζήσει. Να ζήσει πολύ...
Τις πρώτες μέρες με φοβόταν κι όλο έφευγε και κρυβόταν. Στενοχώρια που είχα... Μέχρι που μια κυρία στην Αλβανία που είχε γατούλες, ήρθε και το άρπαξε από το σβέρκο δείχνοντάς μου πώς τα πιάνει η μαμά τους και το αγκάλιασε. Μετά... μου το έδωσε. Το πήρα με φόβο μη και φύγει και το έσφιξα απαλά πάνω στην καρδιά μου. Τότε... μέσα σε όλο το σπίτι αντήχησε ένα δυνατό γουργούρισμα. Τρόμαξα.
_ Τι έχει το γατάκι μου; Κάτι έπαθε... φώναξα κλαίγοντας.
Η Αλβανίδα κυρία γελούσε.
_ Χαχα, έτσι κάνουν όταν είναι ευτυχισμένα. Γουργουρίζουν. Το γατάκι σου σε αγάπησε και είναι ευτυχισμένο. Άντε, να σου ζήσει! Μου είπε.
Αυτό ήταν. Από την ώρα που ακούμπησε στην καρδιά μου έγινε ευτυχισμένη η γατούλα. Κι εγώ μαζί της...
Ήμουν ως τότε ένας άνθρωπος κάπως απόλυτος, απότομος, νευρικός, ήθελα όλα να γίνονται τέλεια και ήμουν σκληρή και μουτρωμένη όταν δεν πήγαιναν όπως νόμιζα ότι έπρεπε...
Ένας άνθρωπος που τον είχαν μεγαλώσει με βία, πειθαρχία και πρέπει... Ήμουν σκληρή κάπως με την Μπουμπούκα μου στην αρχή. Δεν επικροτούσα τη φασαρία και τα χοροπηδηκτά της. Νόμιζα πως χαλάει πράγματα και ανέλαβα να τη... διαπαιδαγωγήσω με τους κανόνες του σπιτιού... Λέω τώρα... Με ανέλαβε εκείνη, μια μπουκίτσα τόση δα, και με τη χάρη της, την τσαχπινιά της, τα χουρ χουρ της, τις ματιές της, τα χάδια της, τη στοργή της, την αφοσίωση... με έκανε... ΑΝΘΡΩΠΟ.
Όχι, δεν ήμουν άνθρωπος ως τότε. Ήμουν κενή από κάτι...
Ήμουν μεγαλωμένη χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή, χωρίς βελούδινες ώρες όπου όλα γαληνεύουν την ψυχή μέσα στην ασφάλεια μιας αγκαλιάς.
Αυτή η μπουκίτσα με έμαθε τι είναι αγάπη, τι είναι στοργή, τι είναι τρυφερότητα, τι είναι να σε περιμένουν με λαχτάρα και τρελή χαρά, τι είναι πατουσάκια ηρεμιστικά, τι είναι συντροφικότητα στην αγκαλιά σου τα βράδια του φόβου, τι είναι καλοσύνη, τι είναι συγγνώμη, τι είναι κατανόηση στα λάθη, τι είναι ξεχνάμε τα λάθη, τι είναι μια νέα μέρα, τι είναι χαμόγελο, τι είναι να αγαπάς κάθε τρυφερή ύπαρξη, τι είναι να ανοίγεις το νου και την καρδιά σου για να νιώσεις τη γη...
Αυτή η μπουκίτσα με έκανε να αγαπήσω τον Θεό πιο πολύ και απόλυτα. Με έκανε να αγαπήσω τα παιδιά μου σαν μάνα. Με έκανε να συναισθάνομαι τα πάντα καθαρά, να θέλω μόνο το καλό, να μην πεισμώνω όταν όλα δεν ήταν εντάξει, να χαίρομαι κάθε λιακάδα της ζωής μου κι ας ήταν λίγη...
Αυτή η μπουκίτσα ήταν το πρώτο μου ζωάκι. Το μοναδικό για δυο χρόνια, ώσπου πήρα τον πρώτο μου σκύλο, τον Κάσπερ και μετά, όταν χτίστηκε η Σκήτη, τα ζωάκια έγιναν περισσότερα.
Όμως η Μπουμπούκα ήταν πάντα μια μανούλα για όλους. Η αρχόντισσα του σπιτιού. Αυτή που τάιζε τα αδέσποτα. Αυτή που μάζευε και μεγάλωνε γατάκια παρατημένα από τις μαμάδες τους. Αυτή που διαπαιδαγωγούσε κάθε ζωούλα που κινιόταν μέσα στον χώρο μας ώστε να είναι σωστή και ευγενική...
Την αγαπούσαν όλοι. Τη φρόντιζε η γειτονιά. Ζητούσαν δικά της γατάκια όλοι. Τη σέβονταν σαν να ήταν μια σοφή γιαγιά που έδινε συμβουλές. Ήταν η ζωή του σπιτιού, η μαμά, η δασκάλα, η αγκαλιά όπου μπορούσες να χωθείς, να της πεις τα πάντα, να σε ακούσει και να σε νιώσει. Και είχε πάντα τρόπους να σε κάνει καλά όταν αρρώσταινες, να σε παρηγορήσει στη θλίψη, να σε αφήσει ήσυχο όταν δούλευες, να σε συντροφεύει διακριτικά...
Ήταν αφοσιωμένη σε μένα ως τον θάνατο. Όταν έλειπα, με αναζητούσε. Όταν έφτασε στα δέκα της χρόνια, ζήτησε μόνη της να μπει μόνιμα πια στο σπίτι και δεν επιθύμησε πια βόλτες μακριά μου. Έτσι, την έπαιρνα μαζί μου Γιάννενα- Αλβανία.
Στειρωμένη πια, μάζεψε πάλι κοντά της σαν μανούλα κάτι ταλαιπωρημένα ξένα γατάκια που τα βρήκα φοβισμένα στην αυλή μου, παρατημένα από μια ημιάγρια γατούλα.
Έψαχναν ασφάλεια κι εκείνη τα καθησύχασε, τα αγκάλιασε, τα άφηνε να ψάχνουν να θηλάσουν κι ας τη μάτωσαν που δεν είχε γάλα... Φυσικά, φρόντισα και τα δώσαμε για να μην την πληγώνουν. Εδώ είναι η φωτογραφία με το ένα, έτσι όπως έβρισκαν αγκαλίτσα στη θετή μαμά.
Έτσι, αν και εγώ ήμουν που την αγκάλιαζα, μια μπουκιά όλη κι όλη (μικρόσωμη γατούλα), έτσι ένιωθα κοντά της κι εγώ.
Την αγκάλιαζα και ήταν σαν να με αγκάλιαζε αυτή. Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια που περάσαμε τελείως μαζί, χωρίς βόλτες έξω, κοιμόταν μόνιμα πάνω στον λαιμό μου. Εκεί, να με νιώθει, να ακουμπά το μάγουλό μου.
Πριν λίγες μέρες είχα πυρετό περίπου 40. Εκείνα τα δυο βράδια τα πιο δύσκολα, ανέβηκε πάνω μου, με κοίταξε παράξενα, μουρμούρισε παραπονιάρικα σαν να ήθελε κάτι να μου πει για το αύριο και κουλουριάστηκε πάνω στον δεξί μου ώμο, εκεί που υποφέρω από τενοντίτιδα. Φρόντισε να κοιμηθεί εκεί όλη νύχτα, δυο νύχτες που έκαιγα, ακουμπώντας πάνω στο πρόσωπό μου σαν να ήθελε να μου πάρει τον πυρετό.
Μόλις συνήλθα κάπως και σηκώθηκα,... η Μπουμπούκα... κατέρρευσε απότομα. Έδειξε ξαφνικά όλα της τα γηρατιά. Δεν άντεχε άλλο. Τόσο ήταν.
Σαν να με περίμενε. Να συνέλθω. Να προλάβει να μου δώσει την τελευταία της αγάπη... Και μετά... ό,τι κι αν έκανα... δεν μπόρεσα να της το ανταποδώσω...
Έφυγε... χτες.
Είχε μια θλίψη ο ουρανός. Βροχή τρελή.
Περίμενα ως το απόγευμα αργά, αλλά δεν μπόρεσε να έρθει βοήθεια.
Έτσι, κατάμονη, μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, βγήκα και έσκαψα στην πίσω αυλή και έβαλα εκεί την αγαπούλα μου. Μόνη. Μούσκεμα. Από τη βροχή και τα δάκρυα. Μόνη.
Σήμερα το πρωί ανακάλυψα πως είχα ασπρίσει κι άλλο.
Για μια γάτα, θα πει κάποιος. Εδώ πεθαίνουν άνθρωποι.
Το ξέρω. Μου έχουν πεθάνει πολλοί...
Αλλά... αυτή η θλίψη έχει τη δική της θέση. Για διαφορετικούς λόγους. Που μόνο όσοι έχουν χάσει ζωάκι ξέρουν.
Σήμερα... είναι βουβό το σπίτι. Λείπει αυτή που μου έμαθε την αγάπη και τη στοργή. Λείπει σε όλους μας.
Σχεδόν είκοσι χρόνια αυτό το κοριτσάκι έδινε με την παρουσία της, ένα κομμάτι ουρανού, μια γωνιά παραδείσου στο σπίτι μας.
Λείπει. Λείπει πολύ. Η απουσία της ουρλιάζει στον χώρο.
Σίγουρα, δε θα ήθελα να τυρανιστεί άλλο. Ήταν υπερήλικας. Υπέφερε τις τελευταίες μέρες. Σίγουρα... έφυγε πλήρης ημερών. Στην αγκαλιά μου, με αγάπη.
Αλλά πώς να ξεχάσω; Ακόμα και την τελευταία στιγμή με περίμενε να με δει καλά... πριν φύγει... Πώς να ξεχάσω;
Λείπει... Θα λείπει για πάντα... Και κανένα άλλο ζωάκι δεν μπορεί να την αναπληρώσει. Ειδικά αυτή... Λείπει...
Ξέρω, σας κούρασα. Μα ήθελα να τα πω. Και να τονίσω σε όλους εκείνους που λένε πως τα ζώα δεν έχουν αισθήματα, που τα κακοποιούν, που τα μισούν... Να τους τονίσω πως δεν ξέρουν τι χάνουν, δεν ξέρουν πως χωρίς αυτά, ποτέ τους δε θα συναντήσουν την αληθινή, πεντακάθαρη Αγάπη... ποτέ τους δε θα γίνουν άνθρωποι...
Να τα αγαπάμε. Αξίζουν. Μας θυμίζουν την αθωότητα νηπιακής ηλικίας. Είναι το δώρο του Θεού στη ζωή μας.
Λείπει... το κοριτσάκι μου...
Συγγνώμη... Συγγνώμη που δεν μπορώ να απαντήσω στην αγάπη σας. Έχω έναν κόμπο στην καρδιά...Πονάω πολύ...
Copyright © Πόλυ Μίλτου