Δεν έχει άστρα απόψε ούτε φεγγάρι.
Στο δάσος φυσάει ο άνεμος, ο βορινός,που τις ψυχές παγώνει.
Τα φύλλα πέφτουνε σωρό στο ξεροβόρι,
τα ζώα τρέξαν να κρυφτούν μες στις φωλιές.
Μόνο ένα σκιουράκι απέμεινε κοντά μου,
μάλλον η περιέργεια ή ίσως η φιλία;
Αυτά έχουν πιο καλή καρδιά απ’ τους ανθρώπους.
Σκύβω στη γης! Ανάβω κάρβουνο.
Και το θυμίαμα το ευωδιαστό, αφήνει ευθύς καπνό και άρωμα.
Θέλω να φτάσει στον Θεό και να μ’ ακούσει.
Δεν καίω το λιβάνι μου απόψε για όλους.
Δε χαραμίζω προσευχές για εκείνους,
που από μονάχοι λιβανίζονται, ενώ η ψυχή τους αδιάφορη και κρύα.
Ενώ δεν ξέρουν τι θα πει αγάπη, για "άγιοι" περνούν!
Θα βγουν κι αυτές τις μέρες και θα καμαρώνουν,
του άμβωνα τα κηρύγματα θα είναι πυρωμένα.
Για την αγάπη! Την ευσπλαχνία! Το έλεος!
Τα λένε για τους άλλους τόσο ωραία!!!
Δεν καίω το λιβάνι μου για αυτούς, για δεν αξίζουν.
Στο κάτω- κάτω, τη φήμη τους την πήρανε απ’ τους πολλούς,
έγιναν είδηση παντού, έγραψαν και βιβλία,
παίρνουν και ιλαρό χαμόγελο μπρος στο φακό.
Ω, τι Άγιος, αναφωνείς κι η γλύκα τους σιρόπι!
Όχι, για αυτούς! Τη δόξα τους την πήραν και την παίρνουν!
Ό, τι ανεβάζει η διαφήμιση, καλά κρατεί!
Εγώ θα πω μια προσευχή απόψε για τους «άλλους»,
εκείνους που αφανείς τρέχουν παντού, αυτούς που ο κόσμος δεν τους ξέρει
και δε θα μάθει, αφού η προσφορά τους γίνεται στα σκοτεινά.
Γιατί αγαπούν αληθινά! Όχι για φήμη!
Την ταπεινή μαγείρισσα του ορφανοτροφείου ή του γηροκομείου.
Αυτή που καθαρίζει τη βρωμιά και τις πληγές σε αρρώστους άλλης πατρίδας.
Εκείνους που στον πόλεμο της αδικίας,
προτίμησαν να πούνε την αλήθεια κι ας βρουν ζημιά.
Αγνώστους, μέσα στα χαλάσματα που πέφτουνε να σώσουνε ζωές.
Τον χτίστη τον απλό, που πήγε εθελοντής σε έργο μεγάλο,
κι ας έχασε μισθούς.
Αυτούς που ο κόσμος δεν κοιτά και δε θα ακούσει τίποτα,
τους λιγοστούς, που πίσω απ’ τους «Μεγάλους», κάνουν έργο,
τρέφουν ανθρώπους, κουβαλούν δέματα, σκουπίζουν, σφουγγαρίζουν,
σιδερώνουν για τα ιδρύματα, τα πόδια τους νερό έχουνε βγάλει,
μια αγκαλιά να γίνουνε για όλους.
Από ΑΓΑΠΗ!
Θυμίαμα θα κάψω απόψε, για τους ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ,
Στα τέλη του Νοέμβρη, πριν έρθουν τα Χριστούγεννα,
θέλω ευωδία δυνατή να φτάσει στον Θεό.
Να θυμηθεί εκείνους, που έχουν ξεχάσει οι ανθρώποι!
Π. Μίλτου
(Το έγραψα και το αφιερώνω σε φίλη ψυχή. Έδωσε τα πάντα, πρόσφερε παντού, καταστράφηκε οικονομικά, έτρεξε για όλους, έθρεψε, έντυσε, παρηγόρησε, έγινε μια αγκαλιά για πολλούς, όποιοι κι αν ήσαν. Κι όταν αρρώστησε, άνθρωπος ήταν, την πέταξαν σαν άχρηστο αντικείμενο. Οι, τάχα,... συνεργάτες. Οι ίδιοι περνούν για "άγιοι" και τους λατρεύει ο κόσμος. Τα σχόλια δικά σας.)