ΑΠΟΚΑΜΑ… (Αλληγορικό)
Τίποτα πια!
Η εγκατάλειψη κερδίζει έδαφος.
Όλα όμορφα περνούνε δίπλα μου, μα δε μ’ αγγίζουν!
Δε με αγγίζουν!
Δε με αγγίζει η αλλαγή των σιωπών.
Είπαν πως θέλουν να αγαπούν.
Το είπαν!
Στόματα ανοιχτά, χαμόγελα πλατειά, όμορφες λέξεις.
Το είπαν!
Έπειτα και τα μάτια που κοιτούσαν διάπλατα.
Κοιτούσαν!
Κοιτούσαν προς το φως να είναι η αντίθεση σωστή,
για μια φωτογραφία στολισμένη με καρδούλες.
Έπεσε μία, ξεχασμένη, μες στη χούφτα μου.
Την πήρα και την κοίταξα με δέος.
Χάρτινη ήταν, όχι αληθινή και σάρκινη.
Με τρύπες πλήθος από ραμφίσματα πουλιών,
με άκρες ξεσκισμένες από τον άνεμο
και καταφαγωμένη από τα τρωκτικά του υπονόμου.
Μόνο αυτή η καρδιά, μου φάνηκε πως σάλεψε.
Έβγαλε έναν ήχο σαν το κλάμα του μωρού
κι απόμεινε μες στην παλάμη μου να τρέμει,
αδικημένη, πληγωμένη, αιμορροούσα…
Τίποτα δεν μπορώ πια να σκεφτώ!
Απόκαμα!
Όσα φτωχά μου «σ’ αγαπώ», τα τύλιξα μες στο χαρτί
το τρύπιο, το σκισμένο.
Το έβαλα στην τσέπη μου να τρέχει το αίμα του ελεύθερα.
Και έφυγα…
Ήταν το μόνο μου σημάδι για τον κόσμο.
Όλα τα κούφια λόγια, τα χαμόγελα και τις ματιές…
Αυτά που με έκαναν για λίγο να σκιρτήσω…
Τα πέταξα για πάντα!
Και τώρα… σιωπή!
Π. Μίλτου
(Συνεχίζεται...)